Αν ψάξετε στο διαδίκτυο το όνομα David Thomas Broughton, πιθανότατα θα βρείτε τη λέξη αμφισημία (ambiguity) να φιγουράρει κάπου μεταξύ των πρώτων αποτελεσμάτων. Το ομότιτλο τραγούδι, άλλωστε, ανοίγει τον παρθενικό του δίσκο The Complete Guide Τo Insufficiency και είναι το πρώτο που του χάρισε μια μικρή έστω αναγνωρισιμότητα, πίσω στο 2005. Αλλά και ο σκηνοθέτης Greg Butler επέλεξε τον τίτλο The Ambiguity of David Thomas Broughton για το ντοκιμαντέρ που χρηματοδότησε μέσω crowdfunding και που προφανώς αναφέρεται στα έργα και στις ημέρες του καλλιτέχνη από το Ότλεϊ της βόρειας αγγλικής επαρχίας –ο οποίος ζει πλέον μόνιμα στη Σεούλ της Νότιας Κορέας (για ένα διάστημα, μάλιστα, βρέθηκε και στην Πιονγκγιάνγκ της Βόρειας, ακολουθώντας την κοπέλα του, υπάλληλο του βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών).

Η ίδια λέξη θα τριγυρίσει πιθανότατα στο μυαλό σας και όταν ακούσετε για πρώτη φορά τη μουσική του, συνήθως ένα μείγμα από (απλά) θέματα σε ακουστική κιθάρα παιγμένα σε λούπες και από μία φωνή σε περίεργο ημιβαρύτονο falsetto. Το ερώτημα που πιθανόν να σας απασχολήσει, θα έχει να κάνει με το εάν ο καλλιτέχνης πιστεύει στα σοβαρά πως είναι ένας ικανός ρομαντικός τροβαδούρος ή αν απλώς μας κάνει πλάκα. Με τα λόγια του ιδίου: «είναι σαν να υπάρχει ένας άνθρωπος που θέλει απεγνωσμένα να φτιάξει όμορφα τραγούδια και ένας άλλος που προσπαθεί απεγνωσμένα να τον σταματήσει». Και οι δύο οι εν λόγω κύριοι κατοικούν το ένα και το αυτό σώμα και φέρουν το πολύ βρετανικό όνομα David Thomas Broughton.

Η αμφισημία, λοιπόν, είναι περίπου στοιχείο ταυτότητας για τον Broughton. Ο οποίος μοιάζει να αντλεί δύναμη από τις αδυναμίες του, δείχνοντας ότι μάλλον τον ιντριγκάρουν περισσότερο τα πράγματα στα οποία αποτυγχάνει, παρά οι όποιες επιτυχίες του. Αυτοδίδακτος μουσικός, είχε ορισμένες αποτυχημένες απόπειρες να σχηματίσει το συγκρότημα που ονειρευόταν από μικρός, οπότε πήρε την κατάσταση στα χέρια του: γκούγκλαρε δηλαδή τη φράση «πώς φτιάχνεις μια μπάντα με ένα άτομο;» και βρήκε τη λύση: «λούπες» (1).

Πάντως, η αυτοπεποίθησή του για τα αποτελέσματα θα πρέπει να είναι αναλόγως αμφίθυμη, κρίνοντας τουλάχιστον από τους τίτλους που επιλέγει: 11 χρόνια μετά τον Πλήρη Οδηγό για την Ανεπάρκεια μάς παραδίδει μία Παραλυτική Έλλειψη, έχοντας κυκλοφορήσει στο ενδιάμεσο δουλειές όπως τα It’s There Somewhere (2007), Outbreeding (2011), UnAbleTo (2013) κ.ά. Όλα τούτα υπό την υπόκρουση μιας μουσικής η οποία συνήθως μετεωρίζεται μεταξύ της folk ευαισθησίας και της pop αφέλειας (συνήθως, δηλαδή όταν δεν χάνεται στα κυκλώματα των διαφόρων εφέ, όπως π.χ. στο It’s There Somewhere), μετουσιωνόμενη σε τραγούδια που στηρίζουν γενικώς αρκετά στο αυτοσχέδιο και μπορεί να διαθέτουν την «τυπική» έκταση του 4λεπτου ή να αφήνονται –χωρίς προφανή λόγο– να ξεπεράσουν το 10λεπτο. 

Το Crippling Lack θα πρέπει να θεωρείται περίπου σαν το magnum opus του Broughton σ’ αυτήν την απολαυστική του αναζήτηση στην ανεπάρκεια. Καταρχάς για τυπικούς λόγους, καθώς είναι η πρώτη φορά που δέχεται την αρωγή άλλων καλλιτεχνών, όπως του Aidan Moffat των Arab Strap (στο “Words Πf Art”), του Sam Amidon (“River”), της Beth Orton (“Beast Without You”) και του Luke Drozt (“Plunge Οf Τhe Dagger”). Ταυτόχρονα, έχουμε εδώ την πιο μακροσκελή του δουλειά, η οποία εκτείνεται σε 3 LP, κυκλοφορεί με τη συνεργασία ισάριθμων label και έχει ηχογραφηθεί σε ισάριθμες χώρες (Νότια Κορέα, Γαλλία, Βρετανία), μέσα στο διάστημα των τεσσάρων τελευταίων ετών. Έπειτα για ουσιαστικούς λόγους, γιατί μάλλον αποτελεί ό,τι καλύτερο έχει κυκλοφορήσει ως τα τώρα, μαζί ίσως με το Outbreeding. Τέλος γιατί περιέχει στίχους σαν τον παρακάτω: «My attitude to love is like my teenage attitude to sex: I know what it is, and I know I have potential. But I don’t know, I don’t know precisely where it goes» (“I Close My Eyes”).

Η στιχουργία του Broughton είναι ένα ακόμα σημείο-κλειδί. Όχι βέβαια γιατί με αυτήν λύνεται η αμφισημία, κάθε άλλο. Αλλά γιατί εκεί εξασκεί με συνέπεια τη λεπτή τέχνη της αυτοϋπονόμευσης –μεγάλος διδάξας της οποίας υπήρξε ο δικός μας Γιάννης Σκαρίμπας– μιλώντας για τον έρωτα, τις σχέσεις με τον κόσμο τριγύρω, τη διαλεκτική ζωή/θάνατοςlet’s dance while to our graves we’re racing», στο “Words Οf Art”), τη δημιουργικότητα, την ενδεχομενικότητα, τα ναρκωτικά που δεν πήρεa persistent fight in the hope that all the drugs that you are not taking are not limiting your potential», στο “Dots”) ή για θέματα τόσο συνηθισμένα όσο ένα σύννεφο που σκάει πάνω απ’ το κεφάλι σου («the most ordinary thing on Earth, a cloud has ruptured above us», στο “Silent Arrow”).

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί –όπως μάλλον θα έχει γίνει αντιληπτό μέχρι τώρα– δεν είναι γενικώς η «τυπική» της pop/rock τραγουδοποιίας, που αναλώνεται συνήθως σε εύκολα ρητορικά σχήματα, σχεδιασμένα να δώσουν το τέλειο ρεφραίν. Είναι απεναντίας μία γλώσσα εκλεπτυσμένη, ποιητική και αρκετά δουλεμένη ως προς την οξύμωρη λειτουργία της, τα νοήματα που φέρει και τα ζητήματα που πραγματεύεται. Τραγουδιέται δε μ’ αυτήν τη φωνή, για την οποία δεν μπορείς ποτέ να αποφασίσεις οριστικά αν εκφράζει ειρωνεία, σαρκασμό ή μια δραματική σοβαρότητα.

Γενικώς, δηλαδή, τέτοιες οριστικές αποφάνσεις είναι κάπως δύσκολο να εκφραστούν για το έργο του David Thomas Broughton. Και, έχοντας ήδη πει ότι το Crippling Lack είναι η καλύτερη κατάθεσή του σε μια σειρά πολύ ιδιαίτερων δουλειών, αυτό το εκκρεμές της αποτίμησης δεν θα μπορούσε παρά να το χαρακτηρίζει απόλυτα. Σ’ αυτό το εκκρεμές, στο μη οριστικό, κρύβεται και η ιδιοφυία του Άγγλου τραγουδοποιού· η οποία ίσως να μπορεί να τοποθετηθεί (αν και χωρίς ακριβώς να το επιδιώκει) απέναντι από μια τέχνη που καμώνεται πως τα έχει όλα καταλάβει και ως εκ τούτου θεωρεί αυτάρεσκα ότι μπορεί να μας μεταφέρει την ανατομία του περίπλοκου κόσμου μας σε μερικές αράδες ή σε ορισμένα έξυπνα ηχητικά, λεκτικά ή οπτικά τρικ.

Ο Broughton, απ’ την άλλη, επιλέγει να αγνοήσει τις μεγάλες αφηγήσεις, να γίνει ο τροβαδούρος της ίδιας του της ανεπάρκειας και τελικά να θριαμβεύσει μέσα σ’ ένα παιχνίδι αυτογνωσίας από το οποίο δεν λείπει ούτε το χιούμορ, ούτε η (αφοπλιστική, σε στιγμές) ειλικρίνεια. Κι όλα αυτά από έναν κατά βάση ερασιτέχνη μουσικό, ο οποίος ποτέ δεν σταμάτησε την πρωινή του δουλειά –ίσως γιατί ποτέ δεν κατάφερε να μην την χρειάζεται– εκείνη που σχετίζεται με την παρατήρηση και την προστασία των μεταναστευτικών πουλιών.

Σημειώσεις:

(1) Τα παραθέματα πάρθηκαν από συνέντευξη του Broughton στο Fact, προσπελάσιμη εδώ

{youtube}dueWwBC6-gA{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured