Η δισκογραφία του James Blake αποτελεί ένα μικρό songbook του τι σημαίνει να είσαι μελαγχολικός νέος και αταξινόμητη ψυχή στον 21ο αιώνα. Μοιάζει με μια συλλογή από non-singles, προορισμένη να μετεωρίζεται πάνω από διψασμένα για ταύτιση αυτιά. Ο εξαιρετικός μουσικός έζησε από τα γεννοφάσκια του την ηλεκτρονική avant-garde σκηνή του Λονδίνου και έμαθε να μιξάρει με μαεστρία τους downtempo dubstep ρυθμούς. Χρησιμοποιεί δε ακόμα και τη gospel αφήγηση, βασιζόμενος σε πιανιστικές μπαλάντες (αυτή την ικανότητα διέκριναν και τον τσάκωσαν οι παραγωγοί της Beyoncé και του Frank Ocean).

Το νέο του άλμπουμ είναι μια λυρική λιτανεία, η οποία, μέσα σε 76 (εξοντωτικά και ελαφρώς φλύαρα) λεπτά, τον βρίσκει να επανέρχεται στα καραμελωμένα synths και στις αφηρημένες μελωδίες, για να φτάσει την έκφρασή του ως τραγουδοποιός σε νέα επίπεδα θλιμμένης ματαιοδοξίας. Μια συνταγή, όμως, που καταλήγει ύποπτη. Γιατί μπορεί από τη μία η μουσική του Blake να αποτελεί πέλαγος ταξιδιάρικης ευδαιμονίας με πλοηγό τη μοναξιά, αλλά αυτό το λαβωμένο στυλ στα φωνητικά –τα οποία είναι η κινητήριος δύναμη της επιτηδευμένης μελαγχολίας– έχει πλέον κάνει «φωλιά» στη μουσική του.

Ακούγοντας ξανά και ξανά το The Colour In Anything, αισθάνομαι ότι το θλιμμένο περίβλημα στην «ατμόσφαιρα» είναι το στιλιστικό ζητούμενο. Ο James Blake ψάχνει με αγωνία να βρει την άκρη του νήματος. Οποιουδήποτε νήματος. Διαθέτει ζωντάνια, πειστικότητα, αισθητική υπεροχή και στιλ κομψό και ευγενές. Η αστική θλίψη σε ένα άμουσο ψηφιακό περιβάλλον είναι το στοιχείο που θα εμφυσήσει τελικά την πάλλουσα ψυχή στα νέα του τραγούδια. Ξεδιπλώνει βέβαια και κάμποσα ζοφερά, ιεροτελεστικά ιντερλούδια, πνιγμένα στη μελαγχολία –με highlight τη συνεργασία με τον Bon Iver "I Need Α Forest Fire" και το “Love Me In Whatever Way”. Θέλει πάση θυσία να βρει το ανθρώπινο στοιχείο σε μια ηλεκτρονική πραγματικότητα, αλλά επικοινωνεί με αλγόριθμο.

Οι αυτιστικές λούπες στιγμών όπως το "Radio Silence", το "Choose Me" και το "Timeless", σιγοβράζουν εσωτερικά, ξεπερνώντας τις συμβάσεις της (ντε και καλά) «μουντής» ατμόσφαιρας του trip hop. Η hi-tech φιλοσοφία της αποστειρωμένης no-brainer electronica και η ανακυκλούμενη ποπ ελάχιστα κοινά έχουν με αυτόν τον μουσικό, ο οποίος έσκασε στη ζωή μας σαν αξιοπερίεργο. Τα auto tune φωνητικά του έχουν κάτι από την τραγικότητα του Antony Hegarty και την τρυφερότητα ενός μαύρου soulman, δημιουργώντας έτσι μια anti-pop περσόνα.

Όμως, όσο η μουσική του James Blake «κατατάσσεται» και «περιγράφεται», τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες απορρόφησής της από κάθε καινούριο ακροατή. Όχι πως δεν αγάπησα αυτόν τον δίσκο. Απλώς νομίζω πως μόνο τουρίστες μπορούμε να νιώσουμε στην εγκεφαλική παλίρροια που συμβαίνει στο μυαλό του. Ο James Blake θέλει να δει χρώμα παντού, αλλά εγώ βλέπω μόνο ένα: το γκρίζο σταχτί.

{youtube}sAJgs1P-uUE{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured