Ελβετός πιανίστας ο Nik Bärtsch, 45άρης πια, ήρθε στο προσκήνιο το 2006, όταν υπέγραψε στην ECM το ένα από τα δύο βασικά του γκρουπ, τους Ronin. Με το άλλο, τους Mobile, ηχογραφεί για πρώτη φορά υπό την εποπτεία του Manfred Eicher (έχει άλλες δύο κυκλοφορίες το 2004 σε μικρότερο label).
Οι διαφορές βέβαια μεταξύ των γκρουπ δεν είναι τόσο μεγάλες κι αυτό φαίνεται καταρχάς από τη σύνθεση του κεντρικού τους κορμού: σε αμφότερα βρίσκουμε τον Kaspar Rast στα τύμπανα, τον Sha, ο οποίος εδώ ασκείται σε μπάσο και κοντραμπάσο κλαρινέτο (ενώ στους Ronin τον ακούμε και σε σαξόφωνο), φυσικά και τον ίδιο τον Bärtsch να κάθεται στο πιάνο, ενώ αντί του ηλεκτρικού μπάσου του Thomy Yordi (Ronin), εδώ έχουμε τα κρουστά του Nicolas Stocker. Στο Continuum βρίσκουμε επίσης και ένα κουιντέτο εγχόρδων, το οποίο συνεισφέρει σε 3 από τις 8 συνθέσεις.
Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, η προσέγγιση του Ελβετού είναι ενιαία και φέρει την κωδική ονομασία «ritual groove music». Κι ίσως η λεπτή διαφορά μεταξύ των δύο γκρουπ θα μπορούσε να απεικονιστεί καλύτερα μέσω αυτής, με τους Ronin να τείνουν περισσότερο προς το groove –έχει π.χ. γραφτεί ότι παίζουν κάτι που μοιάζει με free funk– και τους Mobile περισσότερο στο ritual (με μία, τέλος πάντων, περισσότερο εσωτερικευμένη διάθεση). Και πάλι βέβαια υπάρχουν πολλές επικαλύψεις…
Το ενδιαφέρον (ή ένα από τα ενδιαφέροντα, για να ακριβολογούμε) είναι ότι ενώ η λέξη ritual (τελετουργία) μοιάζει να στοχεύει στο μη ορθολογικό –σε μία θα μπορούσαμε να πούμε θρησκευτικού τύπου μέθεξη– ο τρόπος με τον οποίον ο Bärtsch επιδιώκει να φτάσει εκεί είναι ο ορθολογισμός. Η μουσική του παίζει πολύ με την επανάληψη και την αφαίρεση, μοιάζει όμως περισσότερο σαν ένα προσεκτικά σχεδιασμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, με τους διαφορετικούς χρονισμούς των οργάνων να δημιουργούν την αίσθηση ενός τρισδιάστατου χώρου και την ορθολογική οργάνωση να φαίνεται πρωταρχικής σημασίας. Γίνεται έτσι εγκεφαλική για να ξεφύγει από την τυραννία του νου και ασκητική προκειμένου να αποκτήσει εκστατικά χαρακτηριστικά (όπως λέει ο ίδιος, στόχος είναι «η έκσταση μέσω του ασκητισμού»).
Για αυτό, ίσως, τιτλοφορεί τις συνθέσεις (στο σύνολο του έργου του) σαν να είναι αντικείμενα προς αρχειοθέτηση σε κάποιο εργαστήριο –π.χ. “Modul 29 14”, “Modul 60”, “Modul 44” και ούτω καθεξής– και όχι για να τις φορτώσει με επιπλέον γλωσσικά νοήματα.
Και η ίδια η μουσική, άλλωστε, διέπεται από τις αρχές του μινιμαλισμού. Δίχως να λείπει η τυπικώς εννοούμενη βιρτουοζιτέ (κάθε άλλο), τα θέματα όλων των οργάνων έχουν φτιαχτεί για να υπηρετούν την κυκλική λογική των συνθέσεων. Αυτό είναι το σημείο-κλειδί και όχι ένα θέμα το οποίο μπορεί να απλώνεται επ' άπειρον. Και, μπαίνοντας στους κύκλους των Mobile, μπορούμε να θαυμάσουμε τις αναλογίες τους, το πόσο γεμάτοι και ταυτόχρονα πόσο ελαφριοί είναι, καθαροί από το όποιο στοιχείο θα μπορούσε να τους βαρύνει.
Κάπως έτσι φτάνουμε σε μια μουσική που μπορεί να μεταφραστεί σε κίνηση (άρα που διαθέτει ένα απολύτως λειτουργικό γκρουβ), αλλά ταυτόχρονα μπορεί να επικαλείται και υπερβατικές ιδιότητες. Το αν καταφέρνει τελικά την έκσταση είναι κάτι που θα πρέπει να απαντήσετε μόνες και μόνοι σας, το σίγουρο πάντως είναι, ότι άπαξ και αφεθείτε σ' αυτήν τη λεπτοδουλεμένη κυκλικότητα, θα διαπιστώσετε ότι η μουσική όντως αποκτά μια κάποια προστιθέμενη αξία. Επίσης σίγουρο ότι η πρόσβασή σας θα παραμείνει απρόσκοπτη, καθώς ένα ακόμα χαρακτηριστικό της προσέγγισης του Bärtsch είναι ότι ποτέ δεν γίνεται ακατάληπτος· ακόμα κι όταν προσπαθεί να συγκεράσει δύο, φαινομενικά τουλάχιστον, αντιθετικές τάσεις.
Εν ολίγοις, το Continuum είναι ένα άλμπουμ με αρκετά δυνατά σημεία και ελάχιστες αδυναμίες. Είτε βρισκόμαστε στο γκρουβ του “Modul 29 14”, είτε (με τη βοήθεια των εγχόρδων) σε πιο λυρικές στιγμές (“Modul 60”), είτε σ’ ένα συναρπαστικό ενδιάμεσο (“Modul 44” & “Modul 8 11”), ο δίσκος αναδεικνύει όλες τις παραπάνω ποιότητες. Είναι λοιπόν ένα καλό δείγμα της μουσικής ευφυΐας του Bärtsch, η οποία βεβαίως πραγματώνεται μέσα σ’ ένα γενικώς εξαιρετικό σχήμα, με όλους τους μουσικούς να έχουν καίριους ρόλους.
{youtube}YlcWDn_Zxrg{/youtube}