Δεν είναι αδικία μεγάλη να είσαι ο γιος ενός σπουδαίου ανδρός; Να νιώθεις σε κάθε βήμα την ανάσα των επικριτών στον σβέρκο σου, όσων περιμένουν να στραβοπατήσεις για να σε συγκρίνουν με τον άξιο γονιό σου, ο οποίος χάραξε νέους δρόμους και άφησε εποχή, ενώ εσύ το μόνο που καταφέρνεις είναι να ακολουθείς τις στιβαρές πατημασιές του επειδή είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο μα κι επειδή είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο είσαι καλός, εδώ που τα λέμε; Κάθε σου δημιουργία, εξάλλου, δεν είναι προφανέστατα επηρεασμένη από το ύφος του πατέρα/της μητέρας σου; Ακόμη κι αν δεν υπάρχει ψήγμα ομοιότητας ανάμεσα στα δύο οικογενειακά στρατόπεδα, οι όψιμοι κριτές είναι διατεθειμένοι να βρουν όλα τα κοινά σημεία που μπορεί να υπάρχουν, μα κι άλλα τόσα, που δεν βρίσκονται εκεί. Έτσι είναι τα πράγματα, καλώς ή κακώς.
Ορισμένοι όμως έχουν κατορθώσει να ανατρέψουν αυτές τις σταθερές. Ο Jeff Buckley έρχεται αμέσως κατά νου: έφτασε στο ίδιο ύψος με τον πατέρα του και, κατά κάποιους, τον ξεπέρασε κιόλας (τραβηγμένη άποψη). Οι υιοί Cohen και Dylan έκαναν κάποια αξιόλογα πράγματα, τα οποία δεν έχουν όμως αξιώσεις να πλησιάσουν τις κορυφές των προπατόρων. Άλλοι έκαναν έξυπνη μανούβρα κι ασχολήθηκαν με κάτι διαφορετικό, στο οποίο διέπρεψαν μάλιστα (βλέπε Bowie/Jones και McCartney). Κι απ’ ότι φαίνεται, υπάρχει και μία ακόμα κατηγορία, στην οποία ναι μεν κάνουν κάτι παρόμοιο, το κάνουν όμως τόσο καλά, ώστε δεν έχεις άλλη επιλογή απ' το να τους το επιτρέψεις κάνοντας λίγο τα στραβά μάτια, μιας που το τελικό αποτέλεσμα αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από απολαυστικό.
Αν βέβαια στους Goon Sax δεν συμμετείχε ο Louis Forster, δεν θα μπαίναμε καν σε τέτοιους είδους κουβέντες. Επειδή όμως ο συγκεκριμένος νεαρός τυγχάνει γιος του Robert Forster, είναι αναπόφευκτο. Όχι μόνο επειδή ο τελευταίος δεν είναι κανάς τυχαίος, μα ο ένας εκ των δύο συνθετών της επικής ποπ μπάντας των Go Betweens (όπου, παρέα με τον Grant McLennan, απάρτιζε μία από τις κλασικότερες συνθετικές δυάδες που ευτύχησε να γνωρίσει ο ποπ/ροκ πολιτισμός). Αλλά κυρίως γιατί δείχνει να έχει κληρονομήσει το χάρισμα του πατέρα του να γράφει κι εκείνος εκπληκτικά τραγούδια, που αποπνέουν την ίδια μελωδική αύρα μα κι έναν αντίστοιχο νευρικό παλμό μ' αυτόν της πατρικής μπάντας στους δύο πρώτους (και καλύτερους) δίσκους της.
Που δεν είναι κακό, κάθε άλλο μάλιστα! Ποιος μπορεί να κάνει το ίδιο να τον αποθεώσουμε κι εκείνον; Στους δίσκους αυτούς, το αυστραλέζικο (από το Brisbane) τρίο βρισκόταν ξεκάθαρα υπό την επήρεια των Velvet Underground και Television, είχε όμως και μία τόσο φανερά δική του προσωπικότητα, ώστε σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει έναντι του ανταγωνισμού. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή: ελάχιστα αργότερα, άνθισαν και μετασχηματίστηκαν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ ομορφότερο, πολύ πιο επιδραστικό μέσα στη σκηνή στην οποία λειτούργησαν. Κάτι ανάλογο προβλέπω λοιπόν να συμβεί και με τους Goon Sax. Γιατί, αν το παρόν ντεμπούτο δίνει τόσες υποσχέσεις με τα 12 τραγούδια του, ένας Θεός ξέρει μέχρι πού μπορούν να φτάσουν καλλιτεχνικά. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μιλάμε για γκρουπ τα μέλη του οποίου διάγουν την εφηβεία τους ακόμη –δεν είναι λογικό λοιπόν ότι η αληθινή συνθετική ωρίμανση είναι κάτι που βρίσκεται στο μέλλον, ίσως όχι στο πολύ μακρινό μάλιστα;
Όμως τι είναι εκείνο που μας κάνει να θριαμβολογούμε έτσι ασύστολα για το Up Anything; Βάλτε να παίξει ο δίσκος κι ακούστε. Από το εναρκτήριο κομμάτι αρχίζεις άλλωστε και ψυλλιάζεσαι ότι κάτι πραγματικά σπουδαίο συμβαίνει εδώ: η σχεδόν διεκπεραιωτική ερμηνεία του Forster δεν πέφτει μακριά απ’ αυτήν του πατέρα του, κάνει πάντως περίφημα τη δουλειά της υπηρετώντας το τραγούδι· που με τη σειρά του, ενώ δεν είναι φαινομενικά κάτι το ξεχωριστό, καταλήγει να κολλάει στο μυαλό σαν τσίχλα.
Μέχρι να τελειώσουν οι στροφές του άλμπουμ, έχεις διατρέξει μια γκάμα συνθέσεων με όλες τις διακυμάνσεις διαθέσεων και συναισθημάτων τις οποίες προβλέπει κάθε σπουδαίος δίσκος. Στο "Sometimes Accidentally" τα φωνητικά αναλαμβάνει ο έτερος αρσενικός του γκρουπ, ο James Harrison, που αποδεικνύεται το yang του Forster και δείχνει ως το απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις αντίβαρο (είναι επίσης εξαιρετικός μπασίστας, με τον ίδιο τρόπο που εξαιρετικός ήταν και ο McLennan, μέχρι να το γυρίσει στην κιθάρα –μάλλον το όργανο που είχε γεννηθεί να παίζει…). Να σημειώσουμε επίσης ότι, διόλου τυχαία, το τρίο συμπληρώνει μια κοπέλα στα τύμπανα, η Riley Jones. Μένουν έτσι πιστοί στα πρότυπα των Go Betweens, που είχαν ασφαλώς τη Lindy Morrison για την ίδια δουλειά.
Ακούγοντας το Up To Anything, κλείνω τα μάτια κι ανατρέχω σε όλες τις στιγμές που έχω νιώσει τα τραγούδια να εισχωρούν στους πόρους μου με παρόμοιο τρόπο, «συνομιλώντας» με το DNA και με το ποπ αισθητήριό μου. Θυμάμαι μία ακόμη φορά που ένιωσα συγκινήσεις τέτοιου βεληνεκούς –με το άλμπουμ Disinterest των Servants από το 1990, ένα κομψοτέχνημα από τα λίγα που μπορούν να σταθούν δίπλα στα Send Me A Lullaby και Before Hollywood των Go Betweens. Ίδια λογική δόμησης της σύνθεσης, ίδια παραγωγή συναισθημάτων, επίσης κρυφά ταλέντα να κρύβονται από πίσω (ο David Westlake κυρίως, αλλά και ο Luke Haines, που αργότερα έγινε πολύ γνωστότερος από τους Auteurs και τους προσωπικούς του δίσκους).
Ομοίως, το Up To Anything είναι κομμένο από μία σπάνια στόφα ήχων και ακουστικών εμπειριών, που προσωπικά βλέπω να έρχονται σπάνια πια προς το μέρος μου. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα, ως ένα σύγχρονο διαμάντι.
{youtube}ilBf_nZbxvw{/youtube}