«Μεσόκοπος εφιάλτης», είναι η απόδοση του τίτλου Grey Tickles, Black Pressure. Σε «κρίση μέσης ηλικίας» και «εφιάλτες» μεταφράζονται δηλαδή τα δύο συνθετικά του τίτλου, στην κυριολεξία τους: «Grey tickles» στα ισλανδικά και «Black Pressure» στα τούρκικα. Μάλλον έτσι θα πρέπει να έχει το state of mind του ιδιοφυούς μουσικού αυτόν τον καιρό, και δεν βρίσκει λόγο να μην το εκφράσει ανοιχτά. Ποτέ δεν είχε άλλωστε προβλήματα αμεσότητας ο John Grant. Τα άλμπουμ του είναι τα διαδοχικά κεφάλαια μιας έξυπνα γραμμένης αυτοβιογραφίας, με υπερτονισμένο drama & suffering, μαζί με όλη την ταπεινότητα και την πόζα που συνεπάγονται τέτοιες δισκογραφικές εξορμήσεις.

Αν και ο Grant δεν πέφτει ποτέ σε παγίδες «εξομολογήσεων», ο σταθερός ακροατής ξέρει, με κάποιον τρόπο, τα πάντα για εκείνον. Ξέρει για τις σχέσεις του, για τις καταθλίψεις του, για το πώς περνάει τον καιρό του και από πού αντλεί έμπνευση. Ακούγοντας τα νέα του τραγούδια, τον φαντάζομαι να περνάει τις μέρες του στο Ρέικιαβικ, πέφτοντας βουλιμικά σε art-rock βινύλια, στη Bίβλο, στα b-movies, στους glam performers του παρελθόντος, στην όπερα, στην Τζούλι Άντριους –και πάει λέγοντας.  Ακόμα και μέσα στην ίδια μέρα. 

Στον 3ο δίσκο του 47χρονου, σαρδόνιου γενειοφόρου, τον τόνο δίνει ο επαναπατρισμός του στην Ισλανδία, μετά το διάλλειμα στο Τέξας με το Pale Green Ghosts (2013), όπου πειραματίστηκε με τους ηλεκτρονικούς ήχους. Πλέον, επιστρέφει στον μπαρόκ συναισθηματισμό, μπλενταρισμένο με τις μνήμες από το ένδοξο soft rock του 1970 που απογείωσε στο Queen Of Denmark (2010) παρέα με τους Midlake. Το ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό και παιχνιδιάρικο μυαλό του John Grant βρίσκεται εδώ στα καλύτερά του. Όπως στο ομώνυμο τραγούδι, όταν ξεστομίζει τα λόγια: «there are children, who have cancer and so all bets are off, 'cause I can't compete with that». 

Αλλά η παλέτα χρωμάτων δεν εξαντλείται στον λυρισμό, ούτε περιορίζεται από τη φαυλότητα των «στρατηγικών» στο ύφος. Οι ιδέες δεν έχουν γεωγραφία μουσικών αναφορών –για παράδειγμα, το "Snug Slacks" ακούγεται σαν παράξενη επιμειξία του David Bowie της βερολινέζικης περιόδου με τη Laurie Anedrson, με τις αυθόρμητες ποπ αναφορές των στίχων να μπλέκουν την Joan Baez με την Angie Dickinson. Το "Guess How I Know", πάλι, θα το υπέγραφε άνετα ο Trent Reznor, ενώ τον νιχιλιστικό psycho-synth πειραματισμό του "You And Him" τον φαντάζεσαι σε άλμπουμ του Marilyn Manson.

Ο Grant διαθέτει ποταμό βιωμάτων από καταχρήσεις, εξαρτήσεις και τραγωδίες για να θρέψει ραψωδίες, όχι ποπ τραγούδια. Και στο Grey Tickles, Black Pressure η αυτοέκφρασή του έχει πάρει σχήμα. Όταν θέλει να ανεβάσει τους τόνους, χρησιμοποιεί αβανταδόρικη ενορχήστρωση· όταν θέλει να ρίξει τους τόνους καταφεύγει στην εύγλωττη electronica, ενώ όταν υποδύεται μια εκδοχή του εαυτού του, κάθεται στο πιάνο. Προσωπικά τον προτιμώ στον λυρικό ετσιθελισμό της τρίτης, πιανιστικής έκφρασης. Γι’ αυτό θα κρατήσω περισσότερο κοντά μου το "Global Warming" και το "No More Tangles", σε σχέση με τους εκλεκτούς new wave απόηχους του "Voodoo Doll", αλλά και με τον ρετροφουτουρισμό του "Black Blizzard".

Όμως όποιον John Grant και να προτιμάτε (ή να αποστρέφεστε), όλοι θα συναντηθούμε ευτυχισμένοι κάτω από την αλάνθαστη μετρονομία και τα πιασάρικα «shooby-doo-wop», του ευλογημένου ντουέτου με την Tracey Thorn στο "Disappointing": το club anthem που θα υπέγραφε ο David Byrne, μόλις έμπαινε στο στούντιο μετά τη νιοστή επαναληπτική ακρόαση του "Situation" των Yazoo. Οι καλύτερες αυτοβιογραφίες άλλωστε –ανάμεσα στους μεσόκοπους εφιάλτες– οφείλουν να έχουν και μια ιστορία με αξέχαστα πάρτι και χορευτικές εξαλλοσύνες. Διαφορετικά η ζωή του ανθρώπου που την έγραψε, δεν αξίζει να διαβαστεί.

{youtube}U2Ig4sMURdc{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured