Όπως όλοι οι άνθρωποι μεγαλώνουν, έτσι και οι καλλιτέχνες. Αλλά το περίφημο «χάσμα των γενεών» δεν έχει να κάνει μόνο με τα χρόνια που γράφει το κοντέρ: είναι και κοινωνικό φαινόμενο, είναι αν θέλετε και πολιτισμικό. Ο γύρω-γύρω κόσμος αρχίζει δηλαδή και φαίνεται ολοένα και πιο ξένος όσο βουλιάζεις σε παρέες συνομηλίκων, γκριζάροντας μαζί τους· και η μεγάλη πόλη στην οποία κάποτε έλιωνες τις σόλες των παπουτσιών σου, δείχνει να χάνει τη γοητεία της με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίον εσύ χάνεις την αν(τ)οχή απέναντι στις κλίμακές της. Κατά μία έννοια, το Heartbreak Pass διηγείται μια τέτοια ιστορία, αν και «between the lines», όπως θα λέγανε και στο μακρινό Tucson της Αριζόνα, χαζεύοντας τη Μεγάλη Έρημο της Σονόρα.
Ο Howe Gelb βέβαια –που ήταν, είναι και θα είναι οι Giant Sand– ανήκει στους τυχερούς του μουσικού σύμπαντος. Αφενός γιατί η δημιουργική του φλόγα δεν έχει χάσει σε θέρμη κι ας είναι πια σχεδόν 60 στρογγυλά. Κυρίως, όμως, γιατί έχει το τάιμινγκ (το ρημάδι το τάιμινγκ) με το μέρος του. Διάβασα σε μια άλλη κριτική ότι «δεν έχει τον πολύπλοκο δισκογραφικό/συναυλιακό μηχανισμό που στηρίζει τους U2», μια άστοχη κατ' εμέ παρατήρηση: δεν τον χρειάζεται, το τάιμινγκ της americana είναι για τα δεδομένα του εξίσου σημαντικό. Γι' αυτό άλλωστε και το έχει καβαλήσει μια χαρά, χρόνια τώρα, παρότι είμαι σίγουρος πως κρυφογελάει με τον όρο, που δεν υπήρχε όταν έβγαζε δισκάρες ανάλογων ήχων σαν το The Love Songs στα ύστερα 1980s. Ας μην κοροϊδευόμαστε, «americana» είναι απλά ένα ακόμα κόλπο της μουσικής βιομηχανίας, η οποία πουλάει έτσι ως «folk» μια ποικιλία υπερατλαντικού alternative rock με folk ανησυχίες, συνήθως σε indie kids που ψάχνουν για τέτοιες διαδρομές.
Το τάιμινγκ, λοιπόν, βοηθάει το Heartbreak Pass να περάσει ως ένας «σχετικός», επίκαιρος δίσκος, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας δίσκος «άσχετος», κλειδωμένος στη μέση ηλικία, που αφορά όσους περπατάνε εδώ και 30 χρόνια στο πλάι του Gelb: και καλλιτέχνες σαν τον John Parish (υπογράφει τη μίξη), τον Steve Shelley (των Sonic Youth) ή τον Jason Lytle (των Grandaddy), αλλά και ακροατές ικανούς να βρουν τις διασυνδέσεις αυτού του καινούριου άλμπουμ με το προαναφερθέν The Love Songs, το Center Of The Universe (1992) ή όποιον άλλον από τους πολλούς καλούς δίσκους των Giant Sand διαλέξετε ως σημείο αναφοράς. Τέτοια αυτιά θα συγχωρέσουν πολύ πιο εύκολα τη φλυαρία του Heartbreak Pass και θα δουν ίσως ως «συνοχή» ό,τι για εμένα σηματοδοτεί κούραση και ανισότητα. Για τους fans, άλλωστε, μετράνε πάντα περισσότερο οι προβολές που είναι σε θέση να κάνουν πάνω σε ένα καλλιτεχνικό έργο, αφού η ροκ μουσική είναι κατ' εξοχήν παράγοντας συγκρότησης ταυτότητας εκεί έξω.
Μολαταύτα, το Heartbreak Pass στέκει ως μια έντιμη μέχρι το κόκαλο κατάθεση. Όσο κι αν βοηθάει το hype της americana, οι Giant Sand δεν έχουν μεταλλάξει τα υλικά τους για να γίνουν πιο «πιασάρικοι», ακολουθώντας λ.χ. το κοσμοπολίτικο στυλ των Calexico. Ο Gelb, επίσης, έχει τον τρόπο να κάνει θελκτικές τις ιστορίες του, ενώ συγκατοικεί έξοχα με αισθαντικά, γυναικεία φωνητικά σε ημιφωτισμένες, «γυμνές» μπαλάντες σαν το "Pen To Paper", όπου κοντράρονται η βιωματικότητα με το ρομαντικό κλισέ.
Πολλά πράγματα εδώ λειτουργούν λοιπόν στη βάση μιας γλυκιάς κιθάρας, μιας εκφραστικής φωνής και μερικών απλών μα δυνατών στίχων, όπως λ.χ. συμβαίνει στο "House In Order", στην α-λα-Walkabouts συνεργασία με τους Common Linnets "Man On A String", στο "Texting Feist" ή στο ονειρικό ντουέτο του Gelb με την «αρχηγό» των Broken Hearted Lovers, Lonna Beth Kelley –το δε "Gypsy Candle" θα σας θυμίσει τις συνεργασίες του Mark Lanegan με την Isobel Campbell. Για όσο λοιπόν θα συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μουσική θα βγαίνει πάντα νικήτρια κόντρα σε ενστάσεις, επικαιρότητα, τάσεις. Κόντρα σε όλα, βασικά. Θα είσαι δηλαδή πάντοτε «σχετικός» αν το πετυχαίνεις αυτό, ακόμα κι αν εκδίδεις έναν νοσταλγικό, ψιλο-μέτριο δίσκο απευθυνόμενο στη γενιά σου.
{youtube}z3j522N_NNY{/youtube}