Σε όλες τις blockbuster κινηματογραφικές περιπέτειες, ανάμεσα στις εκρήξεις, στα κυνηγητά και τους πυροβολισμούς, υπάρχει πάντα η σκηνή που οι ήρωες σταματάνε για λίγο, είτε για να περιποιηθούν τα τραύματά τους, είτε για να ψελλίσουν τις εξομολογήσεις τους, είτε για να μοιραστούν δυο τρυφερά λόγια απολογισμού –πριν ξαναχυθούν στον καταιγισμό δράσης που θα ακολουθήσει στην επόμενη σεκάνς. Για κάποιον παράξενο λόγο, η νέα προσωπική κυκλοφορία του Keith Richards μου θυμίζει αυτά τα ανθρώπινα στιγμιότυπα, λίγο πριν την επερχόμενη υπερπαραγωγή της παγκόσμιας περιοδείας που ετοιμάζει η χρυσοφόρα μηχανή του πολέμου που λέγεται Rolling Stones.
Το Crosseyed Heart έρχεται να σφραγίσει καλλιτεχνικά και επικοινωνιακά την πιο πρόσφατη και εξωστρεφή περίοδο της αγαπημένης αιωνόβιας περσόνας, η οποία εκφράστηκε με αυτοβιογραφίες, ντοκιμαντέρ και μπαράζ εξωφρενικών δηλώσεων –καταδικασμένων να γίνουν viral για όλους τους λάθος λόγους. Πρόκειται για ένα άλμπουμ χορταστικό μεν, που όμως δεν στοιχειοθετεί ολοκληρωμένη πρόταση για τη δημιουργικότητα του Keef. Καταφέρνει πάντως και συνδυάζει το σκαμπρόζικο, μεθυσμένα άτεχνο blues του δρόμου με την «περπατημένη» κομψότητα ενός μάστορα.
Ο Keith Richards υποδύεται τον εαυτό του άριστα, μαζί και μια σειρά από αξιολάτρευτα στερεότυπα. Από τον τσακισμένο καουμπόι με τις φθαρμένες χορδές, μέχρι τον περπατητή του κόσμου που τα έχει δει όλα (και δεν εντυπωσιάστηκε), από τον γραφικό πειρατή μέχρι το απέθαντο ρεμάλι των καταχρήσεων και από βετεράνο bluesman στα καταγώγια του Σικάγο, μέχρι τον πλανόδιο τρελό που περιδιαβαίνει τα πεζοδρόμια της Νέας Ορλεάνης. Αν όμως έχει αποκτήσει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται και να εκφράζεται όπως του καπνίσει (κυριολεκτικά), στο τρίτο του προσωπικό άλμπουμ –23 χρόνια μετά το Main Offender του 1992– φανερώνεται πειθαρχημένος, με διακριτική εντιμότητα στον πυρήνα των τραγουδιών του. Επιπλέον, είναι αρκετά περιπετειώδης ώστε να μπορεί να μας γοητεύει, όντας απαλλαγμένος από μουσειακής λειτουργικότητας λαϊκές μελωδίες.
Στη ρυθμική βρωμιά του "Amnesia", στη στωική αφηγηματικότητα –σε στυλ "Wild Horses"– του "Robbed Blind", στα ρουτινιάρικα riff του "Trouble", στη reggae επιμειξία του "Love Overdue", στο α-λα-American bar αναπολογητικό "Nothing On Me", στη δέηση στο πνεύμα του Gram Parsons ("Suspicious") και στην αλανιάρα, μπλουζιάρικη τυπολογία του "Blues In The Morning", ο σφυγμός και η ασίγαστη όρεξη του Richards παραμένουν θετικές συνισταμένες. Όσο για την ερμηνευτική του δύναμη, δεν δίνω δεκάρα –με εξαίρεση όταν ακούω το "Something For Nothing", το οποίο θα ακουγόταν τόσο καλύτερα αν εφάρμοζε στα φωνητικά κλισέ του Jagger...
Ακόμα λοιπόν κι αν δεν σας ψήνει ο φωτογενής «μύθος» πίσω από το σκαμμένο γέλιο και την κάφτρα του τσιγάρου τη στιγμή που φωτίζει τις ανάγλυφες ρυτίδες στο πρόσωπο του bigger-than-life κιθαρίστα, κρατήστε έστω το αξιολάτρευτο, υποφωτισμένο ντουέτο με τη Norah Jones στο "Illusion". Είναι η σκηνή όπου οι ήρωες της ταινίας θα φιληθούν, λίγο πριν τους διακόψει η μεγάλη καταδίωξη στην επόμενη σκηνή. Η νέα περιοδεία των Stones περιμένει στη στροφή.
{youtube}_btCZWi1jkg{/youtube}