Κατά πάσα πιθανότητα, οι περισσότεροι από όσους ξεκινήσατε να διαβάζετε αυτές εδώ τις γραμμές θα έχετε ακούσει τον δεύτερο, ομώνυμο δίσκο του Bon Iver (2011). Πολλοί μάλιστα θα τον έχετε αγαπήσει –και δικαίως, μιας και πρόκειται για καταπληκτική δουλειά.
Σε αυτούς τους τελευταίους θέλω λοιπόν να απευθυνθώ και να τους προτρέψω να αναλογιστούν, τι τους έχει μείνει περισσότερο από τον συγκεκριμένο δίσκο. Μεμονωμένα κομμάτια και σπουδαίες μελωδίες; Ή μήπως μια συνολικότερη αίσθηση της ατμόσφαιρας που δημιουργεί; Και θέτω το συγκεκριμένο δίλημμα αφενός γιατί είμαι βέβαιος ότι η πλειονότητα των αναγνωστών θα κλίνει στη δεύτερη επιλογή, αφετέρου διότι υπάρχει απόλυτη σύμπνοια μεταξύ της διάθεσής του αυτής και της αντίστοιχης του δίσκου που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας κριτικής: το Poison Season, η δισκογραφική επιστροφή των Destroyer μετά το υπέροχο Kaputt (2011), είναι δομημένο πάνω στην ίδια ακριβώς λογική με το Bon Iver.
Είναι δηλαδή ένας δίσκος ατμόσφαιρας. Ένας δίσκος ηχητικής συνεκτικότητας, αισθητικής συνέπειας και ενορχηστρωτικής εντέλειας, δουλεμένος σε ανατριχιαστικό βαθμό, ο οποίος πλάθει ένα περιβάλλον τόσο ζωντανό, που νομίζεις πως αναπνέει. Είναι τέτοια μάλιστα η δύναμη της ατμόσφαιρας στη μουσική του Dan Bejar και της μπάντας του, ώστε σχεδόν επιβάλλει την οπτικοποίησή της και εντέλει υπερβαίνει την ηχητική της υπόσταση, αναγόμενη σε εικαστικό έργο. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τα χειμερινά, βουκολικά ηχοπεδία του Bon Iver, αλλά με τοπία ξεκάθαρα αστικά και συννεφιασμένα, πολυσύχναστα και πυκνά δομημένα. Σαν την Times Square της Νέας Υόρκης, η οποία και εμφανίζεται σε τρία από τα κομμάτια του Poison Season.
Η δουλειά που έχει γίνει στην παραγωγή και (κυρίως) στην ενορχήστρωση προκειμένου να αποδοθεί αυτός ο χαρακτήρας, αγγίζει τα όρια του φαντασμαγορικού. Στον ήχο συνυπάρχουν στοιχεία από το indie pop παρελθόν των Καναδών, αρμονικά αναμεμειγμένα με το smooth jazz στίγμα του Kaputt, αλλά και με chamber pop στιγμές. Και όλα μεταφράζονται σε έναν πλουραλιστικό οργασμό, ο οποίος εμπλέκει κρυστάλλινες ηλεκτρικές κιθάρες, ονειρικά πνευστά με αφαιρετικές διαθέσεις, πιάνο που ενίοτε φλερτάρει με τζαζ αρμονίες, βιολιά που παραπέμπουν σε μουσική δωματίου, percussion με κοσμοπολίτικη αύρα, διακριτικά synths και φυσικά την απαραίτητη ρυθμική βάση του μπάσου και των ντραμς, πάνω στην οποία δομείται όλο αυτό το ηχητικό μεγαλούργημα.
Κι αν η πληθωρικότητα αυτή φαντάζει φλύαρη, κάθε άλλο παρά τέτοια είναι∙ αποτελεί πραγματικό επίτευγμα των Destroyer το γεγονός ότι συνδυάζονται τόσοι πολλοί διαφορετικοί ήχοι, χωρίς να υπάρχουν ρουτινιάρικα arrangements και περιττές επικαλύψεις.
Το τίμημα βέβαια για την εξονυχιστική δουλειά των ενορχηστρώσεων φαίνεται πως πλήρωσαν οι μελωδίες, οι οποίες ήρθαν σε δεύτερη μοίρα· έτσι, παρότι αρκετά στιβαρές, δεν δείχνουν αντίστοιχα εντυπωσιακές. Όχι ότι δεν υπάρχουν αξιομνημόνευτα κομμάτια: η κεντρική σύνθεση του άλμπουμ, το "Times Square" (εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές ενορχηστρώσεις στο άνοιγμα, στη μέση και στο κλείσιμο του Poison Season), το "Dream Lover" ή το "Hell", είναι όλα τους θαυμάσιες μελωδικές στιγμές. Καμία όμως δεν καταφέρνει να επισκιάσει τη συνεκτική ιδέα της νέας δουλειάς των Destroyer, που προτάσσει τις ακροάσεις με γνώμονα την –καλώς εννοούμενη– στιλιστική διάσταση του όλου δισκογραφήματος. Η οποία και υπογραμμίζεται στις πιο αφαιρετικές στιγμές, όπως λ.χ. στα τελευταία λεπτά των "The River" και "Archer On The Beach".
Μπορεί λοιπόν το Poison Season να χάνει το «άριστα» με τους παραδοσιακούς ποπ όρους εξαιτίας κάποιων υποδεέστερων μελωδιών, υπό το πρίσμα πάντως της συνολικής εμπειρίας δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί ως ένα κομψοτέχνημα αστικής αισθητικής, που εντέλει θα χαρακτηρίσει το 2015 όσο λίγοι δίσκοι.
{youtube}krpcRnxVCmA{/youtube}