Folk συγκρότημα οι Mumford & Sons. Ναι, πώς... Όση σχέση έχουν οι Evanescence με το γνήσιο gothic ή η Taylor Swift με την αυθεντική country, άλλη τόση έχουν και οι Mumford & Sons με την πραγματική folk. Και όχι επειδή στον τρίτο τους δίσκο οι Βρετανοί εγκαταλείπουν το μπάντζο και το κοντραμπάσο∙ στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν folk. Ο folk ήχος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια αμφίεση, η οποία απλούστατα πόνταρε στο ρεύμα της εποχής για να ντύσει τον κραυγαλέα ποπ πυρήνα της μουσικής τους.
Προσπερνώντας τις πλούσιες ενορχηστρώσεις, η αποδόμηση των κομματιών των Mumford & Sons στα βασικά τους συστατικά πάντοτε φανέρωνε μια κακώς εννοούμενη απλοϊκότητα. Η μουσική τους, δηλαδή, δεν εμβάθυνε ποτέ στην ουσία του ιδιώματος το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε. Απεναντίας, αναμασούσε συγκεκριμένες εύπεπτες συνταγές και βασιζόταν σε αναρίθμητες πομπώδεις στιγμές και μελωδικές γραμμές «κράχτες», επιχειρώντας μια μάλλον επιφανειακή συναισθηματική προσέγγιση.
Τώρα λοιπόν που το συγκρότημα περιήλθε στα έμπειρα χέρια του James Ford και αποχωρίστηκε το βλαχο-folk προκάλυμμα και το δήθεν indie αλισβερίσι, παρουσιάζεται ως ένα σχήμα καθαρής και ξάστερης ποπ, από αυτήν της νέας βρετανικής κοπής. Μιας ποπ ανεπιτήδευτης και σχεδόν ξεδιάντροπα μαζικής, η οποία όμως έχει τουλάχιστον την τιμιότητα να βροντοφωνάξει το DNA της και να κοιτάξει κατάματα το target group της.
Θα αδικούσαμε το Wilder Mind εάν δεν παραδεχόμασταν ότι σε σημεία λειτουργεί –πάντα εντός του πλαισίου που το ίδιο το συγκρότημα έχει θέσει. Το ομώνυμο κομμάτι, για παράδειγμα, αποτελεί μια αισθητικά αποδεκτή ποπ στιγμή με συμπαθητική μελωδία, σπιρτόζικο groove και σταθερά χαμηλούς τόνους, τηρώντας αποστάσεις από τα μελοδραματικά crescendo στα οποία μας έχει συνηθίσει ο Marcus Mumford. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο "Tompkins Square Park" το οποίο ανοίγει τον δίσκο, ενώ και το πρώτο single "Believe" διαθέτει τα συστατικά που πρέπει να διακρίνουν ένα «χιτάκι».
Είναι όμως τόσο αναλώσιμη η φύση του δίσκου, ώστε τελικά ακυρώνει τις όποιες ικανότητες του συγκροτήματος να γράφει δυνατές μελωδίες –και μάλιστα με τον πλέον τρανταχτό τρόπο στη μέχρι τώρα δισκογραφική του πορεία. Πού ακριβώς βρίσκεται το στίγμα των Mumford & Sons, ανάμεσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των τυποποιημένων μοτίβων και της καλογυαλισμένης κανονικότητας; Πώς αντιλαμβάνονται την υστεροφημία του ονόματός τους, όταν επιλέγουν να ακρωτηριάσουν την οποιαδήποτε δημιουργική ανησυχία και αναλώνονται σε γλυκανάλατα ποπ στερεότυπα δεύτερης και τρίτης διαλογής; Πού τοποθετούν, τέλος πάντων, την κουκίδα τους στον σύγχρονο, υπερκορεσμένο μουσικό χάρτη;
Ερωτήματα αυταπάντητα, τα οποία αναδεικνύουν το καλλιτεχνικό αδιέξοδο των Mumford & Sons και των κάθε Mumford & Sons αυτού του κόσμου.
{youtube}dW6SkvErFEE{/youtube}