Κάπως έτσι θα συνέθετε ένα super(;) group με τον Fred Durst των Limp Bizkit σε ημικωματώδη κατάσταση, με τον Michael Shinoda των Linkin Park λοβοτομημένο. Έτσι θα ερμήνευε υπνωτισμένος από μείγμα χαπιών και αλκοόλ ο Chad Kroeger των Nickelback και έτσι θα έψαχναν να βρουν μια άκρη στις δίνες τους συγκροτήματα όπως οι Creed ή οι Stained, όταν ξεπερνούσαν το σοκ στο reality check του «δεν ανήκαμε ποτέ στο κίνημα του grunge». Έτσι προβληματικά ακούγονται τα πάντα στο νέο άλμπουμ των Papa Roach.
Το F.E.A.R. κυλάει χωρίς αιχμή και νεύρο –απαιτήσεις για εξυπνάδα δεν είχα. Τα χρόνια περάσανε, τα ντουζένια του Lovehatetragedy (2004) έχουν ξεχαστεί προ πολλού και ο Jacoby Shaddix τραγουδάει και ραπάρει για το καλιφορνέζικο δράμα του και για το πώς στέκεται ακόμα εδώ, αφήνοντας πίσω του τον πακτωλό χρημάτων, την ψυχοφθόρα φήμη, τις εύκολες καταχρήσεις και τα διαθέσιμα θηλυκά. Nαυτία...
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια απογοητευτική χασμωδία, που δεν συντρέχει λόγος να επικοινωνηθεί πουθενά. Aν τουλάχιστον υπήρχαν δυο-τρια εθιστικά ρεφρέν που να ξέφευγαν από το επίπεδο γαλαρίας και κάνα-δυο έξυπνα περάσματα τα οποία θα πρόδιδαν δουλειά και γούστο, οι Papa Roach θα κέρδιζαν το στοίχημα της διαύγειας και της καθαρότητας, παρά την αφελέστατη ατμόσφαιρα. Όμως το κακό χάλι το επιβαρύνει η ηλιόλουστη, καλογυαλισμένη πόζα αυτών των παιδιών, που δεν μπορούν να βάλουν σε σειρά δυο ακόρντα χωρίς να ακουστούν επιτηδευμένοι· αδυνατώντας, έτσι, να εκληφθούν έστω ως «has been» οι οποίοι το παλεύουν με σοβαρότητα.
Όλη η ευλογημένη ανοησία του F.E.A.R. δεν αφήνει περιθώρια στους Papa Roach παρά να καταβαραθρωθούν στον γκρεμό των μάτσο/μελό εκβιαστών του κολεγιακού ροκ. Όσο περνάει μάλιστα η ώρα, τόσο γίνεται αφόρητη η ακρόαση αυτού του άλμπουμ, κυρίως λόγω της αίσθησης ότι πρόκειται για ακόμα ένα γερό καρφί στο φέρετρο της γενιάς των αρχών του 2000. Την οποία δεν διστάσαμε να αγκαλιάσουμε κάποτε, παρότι είχαμε και άλλη επιλογή.
{youtube}g9z4DWB7Iy8{/youtube}