Θυμάμαι μια συνέντευξη του Γιάννη Αγγελάκα στην οποία αναρωτιόταν γιατί οι νεότεροι δημιουργοί δεν αφουγκράζονται το τοπικό σε σχέση με το διεθνές. Προς τι, για παράδειγμα, δεν υπάρχει μια νέα μπάντα να βαράει ένα άγριο βαλκανικό techno από κάποια γειτονιά του αθηναϊκού άστεως, απ' τη στιγμή που και το άγριο και το techno και το βαλκανικό (σε διάφορες εκδοχές τους) βρίσκονται εκεί έξω, ως μέρος της πόλης που είναι σήμερα η Αθήνα. Ερώτημα λογικοφανές. Λογικοφανές, διότι αυτή η μπάντα θα έπρεπε να κουβαλάει την ηχητική χαρτογράφηση της πόλης στη συναισθηματική της παλέτα, πέραν της στεγνής πληροφοριακής. Κοινώς, μια τέτοιου τύπου δημιουργικότητα απαιτεί συναισθηματική συγχώνευση και όχι αναγκαστική συνύπαρξη –ούτε καν ειρηνική συνύπαρξη, το λιγότερο στα πλαίσια μιας παρέας.
Των λόγων το αληθές αποδεικνύει η μεσήλικη παρέα του Αγγελάκα, η οποία, προτού καν ηχογραφήσει, φέρει μέσα της την ηλεκτρική κιθάρα, τον μπαγλαμά, τα χάλκινα και το μπητ. Υπό μία έννοια δηλαδή το σπασμένο βαλκανικό techno προϋπάρχει κάπου και μένει να αρθρωθεί ο τρόπος του στα πλαίσια μιας ηχογράφησης όπως ετούτη. Με την ολίγον τσίγκινη υφή του μπητ να συμβολίζει τόσο το «κάνε το σπίτι με τους φίλους σου» του πράγματος, όσο και τον διαχωρισμό της παρέας από τις (όποιες) ευρύτερες ηχητικές εξελίξεις. Το νόμισμα της απομόνωσης έχει δύο όψεις κι εδώ συνήθως κάθεται στη δεύτερη.
Πάνω σ' αυτή τη γραμμή –κι αφού προειδοποιήσω πως δεν σκαμπάζω μία από τεχνικά (ενορχήστρωση, παραγωγή, μίξη είναι ολίγον συγκεχυμένα στο κεφάλι μου)– το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα μοιάζει με ένα συνεχές περίπου κι όλα μαζί, που κάποιοι θα αποκαλούσαν καλώς εννοούμενα ερασιτεχνικό, κάποιοι άλλοι το ανάποδο, ανάλογα με τα γούστα τους. Προσωπικά, η Γελαστή Ανηφόρα μου δημιούργησε έναν βαθμιαίο εκνευρισμό στα αυτιά, δεδομένης και της σχετικά μεγάλης διάρκειάς της. Ενώ έχω απολαύσει ουκ ολίγους δίσκους της ευρύτερης συνομοταξίας του «κάντο μόνος σου», δίχως ανάλογες παράπλευρες απώλειες. Και γνωρίζοντας πως με αυτούς που χειρίστηκαν τις κονσόλες τίποτε δεν ήταν τυχαίο.
Έτσι και προσθέσουμε τώρα και την έντονη τάση προς τα χορωδιακά φωνητικά, συνήθως εκ των έσω της παρέας και μια φορά από κάποιο φρικαρισμένο στρουμφοχωριό, αφήνουμε πίσω τις μικρές διαφοροποιήσεις και εισερχόμαστε σε ακόμα πιο οικείες περιοχές λόγου και ήχου. Δηλαδή σε χαρακτηριστικές πενιές της σόλο περιόδου του Αγγελάκα, οι οποίες φαίνεται να έχουν παγιωθεί σε κάποια υπέρ του δέοντος αναγνωρίσιμα σχήματα. Η ίδια η “Γελαστή Ανηφόρα”, για παράδειγμα, μοιάζει με παραλλαγή του “Σιγά Μην Κλάψω” στην κλιμάκωση της σχέσης λέξεων και πενιάς, διεκδικώντας αυτομάτως λιγότερα ερείσματα μέσα μου. Η δε εύθραυστη ισορροπία της συνθηματικής γραφής (άκουγε και “Τηλεντρόγκες”), αυτή τη φορά αντί να συμπυκνώνει δυνάμεις και να σου δίνει το τελειωτικό σπρώξιμο, μοιάζει περισσότερο να μασκαρεύει αδυναμίες.
{youtube}-Mtr1TV0Ffw{/youtube}