Στη μία άκρη, ένας απόλυτα σύγχρονος Βρετανός συνθέτης και πιανίστας. Που, χωρίς να νερώσει τη δική του αισθητική, κατάφερε να ανακατευτεί δημιουργικά στο Dead Cities των Future Sound Of London και να ρίξει γέφυρες προς μια νεολαία άσχετη με τον κλασικό κόσμο μέσω δίσκων σαν το Blue Notebooks (2004), το Songs From Before (2006) ή το soundtrack για το Βαλς Με Τον Μπασίρ (2008). Στην άλλη άκρη, ένας Ιταλός συνθέτης, ιερέας και βιρτουόζος του βιολιού πιο παλιός και από την ίδια την κλασική μουσική (ο άνθρωπος που τρέλανε τον Μπαχ όταν έπλαθε τη δική του δημιουργική περσόνα), εκπρόσωπος μιας εποχής συνδεδεμένης με τη μεγαλοπρέπεια του απόλυτου. Οι δίσκοι του πρώτου πιθανώς θα φιγουράρουν σε διάφορες μελλοντικές λίστες με τα «καλύτερα» των '00s• οι 4 Εποχές του δεύτερου (1723) δεν θα πάψουν να βρίσκονται σε όποια λίστα σπουδαίας μουσικής, ever.
Εκ των πραγμάτων, είναι ο Max Richter που πρέπει να παίξει τις κάλτσες του εδώ –ειδικά από τη στιγμή που βάζει κι εκείνο το «recomposed» στον τίτλο. Γιατί, όσο και να κατηγορείται τελευταία ως «ποπ» από διάφορους κλασικούς και κλασικοσπουδαγμένους (με ψυχολογικά συμπλέγματα ισχυρότερα της αντιληπτικότητάς τους), το έργο του Vivaldi στέκεται εκεί, δικαιωμένο, αλώβητο στη φθορά του χρόνου, τυλιγμένο σε σχεδόν μυθολογικές διαστάσεις: σε επαρχιακό σκυλάδικο έχω ακούσει με τα ίδια μου τ' αυτιά θαμώνα να φωνάζει στον βιολιστή της ορχήστρας «γεια σου ρε Βιβάλντι», μέχρι εκεί έχει φτάσει η αναγνώρισή του. Και εδώ εντοπίζεται και το πρόβλημά μου με το συγκεκριμένο άλμπουμ. Ακριβώς στο ότι ο άξιος, κατά τα άλλα, Βρετανός απέτυχε να κάνει το μεγάλο παιχνίδι που όφειλε. Αρκέστηκε να δημιουργήσει κανα-δυο γκολ και μερικές ευκαιρίες, αφήνοντας το θέαμα, τα χατ-τρικ και τελικά την ουσία στην ήδη αναγνωρισμένη ιταλική υπεροχή.
Συνειδητοποιώ ότι με μια τέτοια στάση στέκομαι αυτόματα στον αντίποδα μιας ομοβροντίας κριτικών από διακεκριμένα διεθνή έντυπα και sites, που ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο –ότι δηλαδή ο Max Richter έκανε θαύματα. Με προβλημάτισαν πολύ μερικά από όσα διάβασα, το ομολογώ. Περισσότερο, όμως, με προβληματίζει ότι στην παρούσα ηχογράφηση συνεχίζω να ακούω αισθητά περισσότερο Vivaldi παρά Richter.
Ναι, βλέπω πολύ καθαρά ότι με το εύστοχα ονοματισμένο "Spring 0" o Richter θέτει έναν ιντριγκαδόρικο καμβά, μια κατ' ουσίαν ambient κατασκευή πάνω στην οποία αρχίζει να ξετυλίγει το αρχικό έργο. Και δεν γίνεται να σου διαφύγει το φινάλε στο "Summer 3", μια ολότελα δική του έκλαμψη υψηλής αισθητικής. Αλλά στο υπόλοιπο άλμπουμ μένεις να θαυμάζεις περισσότερο τον βιολιστή Daniel Hope (έναν εξαιρετικό σολίστα με μεγάλη εμπειρία σε Vivaldi), τις υποδειγματικές εκτελέσεις της Konzerthaus Kammerorchester του Βερολίνου και την άψογη διεύθυνσή της από τον André de Ridder (Deutsche Grammophon είναι η κυκλοφορία, δεν αστειεύονται σε τέτοια), παρά τον Richter. Ή, πιο σωστά, τον θαυμάζεις μεν τον Richter, μα ως παραγωγό: για τον διακριτικό τρόπο που έχει χώσει τα ηλεκτρονικά του εδώ κι εκεί, για την οξυδέρκειά του να βάλει τον Raphael Alpermann να παίξει το τσέμπαλό του στο "Autumn 2" με τη λογική που το βρίσκαμε σε δίσκους των Beach Boys ή για την πραγματικά φρέσκια οπτική του πάνω στα τρία μέρη του "Winter", όπου η παγωνιά της εποχής και οι χιονοπτώσεις αποδίδονται με μια ευφάνταστη ενορχήστρωση, με «τσιμπήματα» στις χορδές τα οποία επιδιώκουν –και καταφέρνουν– να ξαφνιάσουν. Ας είμαστε όμως ειλικρινείς: τέτοιες λεπτομέρειες δεν θα γίνουν ποτέ αντιληπτές από τον μέσο ακροατή και οι δίσκοι δεν κυκλοφορούν για να τους συζητούν οι ηχολήπτες και οι μουσικοί.
Δεν αντιλέγω, λοιπόν, έχουμε εδώ την καλύτερη ίσως νέα εκτέλεση στις 4 Εποχές του Vivaldi (εξ ου και ο βαθμός που δίνω). Εκτέλεση στιβαρή, με μια φαντασία και διάθεση που δεν βρίσκεις πια εύκολα στα κλειστά σύνορα του κλασικού κόσμου και μόνο ένας άνθρωπος έξω από αυτά θα μπορούσε να διαθέτει. Αλλά πού είναι το recomposed; Υποτίθεται ότι στη διαδρομή απορρίφθηκε ένα σχεδόν 75% του έργου του Vivaldi κι όμως τελικά πάλι το δικό του αποτύπωμα μένει εδώ, έντονο και σαρωτικό. Υποτίθεται, επίσης, ότι ο Richter εντόπισε στη γραφή του επιφανούς μπαρόκ συνθέτη έδαφος για να συνομιλήσει μαζί του στη βάση μιας σημερινής post-μινιμαλιστικής αισθητικής. Προσωπικά δεν άκουσα να επιτυγχάνεται μια τέτοια συνομιλία, πέρα από μερικούς υπαινικτικούς ψιθύρους σε ορισμένα μόνο σημεία.
Δείλιασε άραγε ο Richter απέναντι στο μέγεθος του έργου; Ή μήπως τελικά οι 4 Εποχές είναι τόσο ολοκληρωμένες ώστε δεν γίνεται να ανα-συνθεθούν; Έχω σκεφτεί συχνά το πρώτο, τείνω τελικά προς το δεύτερο. Μένει πάντως κάτι άξιο λόγου, παρά τη συντριβή των φιλοδοξιών του Richter στο Τείχος της Αιωνιότητας. Κι αυτό, υποθέτω, είναι το πιο σημαντικό...
{youtube}98eHE7_0G-I{/youtube}