Ήταν τέλη του 1998 όταν ένας φίλος (με τον οποίο μας έδενε περισσότερο η αγάπη για το hip hop και λιγότερο τα κοινά ενδιαφέροντα) είχε έρθει στο σπίτι. Άνοιξα την πόρτα κι αντίκρισα το πρόσωπό του να λάμπει από χαρά. Ο λόγος, μια ογκώδης αγορά από hip hop CD φρέσκιας (τότε) σοδειάς, μεταξύ των οποίων και η συλλογή Le Flow (που προσπαθούσε να μυήσει τα αμερικάνικα ακροατήρια στο γαλλικό hip hop), το ντεμπούτο των προστατευόμενων των Wu Tang Clan, Sunz Of Man, το El Niño των Def Squad, ο τρίτος δίσκος των Onyx Shut 'Em Down, και το Aquemini των Outkast. Παρ’ όλο που όλα ήταν αξιόλογα άλμπουμ κι έχουν εν τέλει βρει τη θέση τους στη hip hop ιστορία, ήταν το δισκίο των Andre3000 & Big Boi που ξεχώριζε μεταξύ αυτών ως ο αδιαφιλονίκητος νικητής. Γιατί από την πρώτη κιόλας ακρόαση σε έκανε να αισθανθείς πως ακούς κάτι που θα έμενε ιστορικό, φέροντας την ταμπέλα «classic».
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κριτική στο good kid, m.A.A.d city του Kendrick Lamar, θα μου πείτε; Έχουν στο ότι στον δεύτερο αυτόν δίσκο του 25χρονου από το Compton βρήκα και πάλι το ίδιο συναίσθημα που μου είχε αφήσει τότε το Aquemini: ότι πρόκειται δηλαδή για κάτι παραπάνω από έναν από τους «καλύτερους δίσκους της χρονιάς». Μετά το coming-out πάρτυ του περσινού του ντεμπούτο, Section .80, ο Lamar συμμετείχε στις κυκλοφορίες των συνοδοιπόρων του από τη Black Hippy κλίκα (Schoolboy Q, Ab-Soul, Jay Rock), αλλά είχε αρχίσει να χτίζει και όνομα σε κύκλους έξω από το κοντινό του περιβάλλον. Αρχικά λόγω της προώθησης που απολάμβανε από τον Dr. Dre, εξίσου όμως και επειδή είχε επιδείξει εμφανές γούστο στις επιλογές των μουσικών που πλαισιώνανε τα κομμάτια του, καθώς και ικανότητα τόσο στο ραπάρισμα, όσο και στο γράψιμο σκεπτόμενων στίχων.
Εκτός λοιπόν του ότι ο Lamar επί του μικροφώνου δεν ακούγεται σε κανένα σημείο παράταιρος ως προς το rapping, υπάρχει και στιχουργικό υπόβαθρο, το οποίο δίνει σε αυτήν του την ικανότητα και στο flow του μια ακόμα πιο ουσιαστική υπόσταση. Το πιο απλό λάθος που θα μπορούσε κάποιος να κάνει στα συγκεκριμένα κομμάτια θα ήταν να τα ακούσει τμηματικά και όχι ως υποσύνολα ενός μεγαλύτερου concept. Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Πιο τρανταχτό παράδειγμα το τραγούδι “Backseat Freestyle”:
All my life I want money and power
Respect my mind or die from lead shower
I pray my dick get big as the Eiffel Tower
So I can fuck the world for 72 hours
Στερεοτυπικό όσο δεν πάει, εκπροσωπώντας την «κενή» πλευρά της μαύρης μουσικής, σωστά; Και όμως! Στο τέλος του προηγούμενου κομματιού ένα ιντερλούδιο μας δίνει να καταλάβουμε πως εδώ ο Kendrick Lamar παίζει τον ρόλο ενός παιδιού το οποίο ραπάρει μαζί με την παρέα του στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, ονειρευόμενο τη μεγάλη ζωή. Κι αυτό το storytelling συνεχίζεται καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, με τον καλλιτέχνη να πηγαίνει πίσω στον χρόνο και να τραγουδάει ως εκδοχή του τότε εαυτού του, να μιλάει για ιστορίες καθημερινής τρέλας που ζει κάθε νέος της ηλικίας του στα υποβαθμισμένα προάστια των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, αλλά και για πιο κοινά θέματα –σαν την ανθρώπινη απώλεια, τα ναρκωτικά, την επιλεκτική αυστηρότητα της αστυνομίας, τις διαφυλετικές σχέσεις και την οικογένεια (ανάμεσα σε άλλα). Όλα ειδωμένα μέσα από ένα πρίσμα ενδοσκόπησης και σκεπτόμενης αντίληψης, μακριά από τον κρετινισμό και την ισοπέδωση που διακρίνει ένα μεγάλο κομμάτι του σημερινού hip hop. Ενσαρκώνοντας, πράγματι, την ιστορία ενός good kid σε μια mad city.
Όμως και ηχητικά συναντάμε αυτή την αίσθηση του όλου και όχι μιας επιπόλαιης συρραφής με αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ των κομματιών. Όλα δείχνουν δηλαδή να κολλάνε και να μπλέκουν μεταξύ τους, με τα τραγούδια να έχουν τοποθετηθεί στρατηγικά στη σειρά του δίσκου. Παρατηρούμε έτσι μια έντονη μουσικότητα, με έμφαση στη μελωδία και στην ατμοσφαιρικότητα και όχι τόσο στο κυνήγι του banger beat, που θα επιφέρει την εύκολη ραδιοφωνική εύνοια. Το αποδεικνύει και το γεγονός ότι ένας δυναμίτης σαν το "Cartoon & Cereal" (είχε προηγηθεί του δίσκου) δεν συμπεριλήφθηκε εδώ, λόγω διαφορετικού ύφους σε σύγκριση με όσα τραγούδια τελικά μπήκαν. Από τους απόηχους της κλίκας των Dungeon Family στο εναρκτήριο "Sherane" και τη southern διάθεση του "Bitch, Don’t Kill My Vibe", έως τη σαμπλαρισμένη μελαγχολία του "Money Trees" και το παραγωγικό φάντασμα του Warren G να πλανάται πάνω από το "Poetic Justice", βρίσκουμε στο good kid m.A.A.d city μια ξενάγηση στην ιστορία του αμερικάνικου hip hop της τελευταίας 20ετίας, ειδωμένη με φρέσκια και σύγχρονη ματιά. Κι αν στιγμές σαν το "Sing About Me" με τις jazzy προθέσεις του επιδεικνύουν μια γνώση του τι έχει προηγηθεί, τραγούδια σα το "Swimming Pools (Drank)" ρίχνουν μια ευθεία ματιά στο μέλλον, επιχειρώντας να ηγηθούν αυτής της εξέλιξης, οδηγώντας σε αναγκαστικά στο συμπέρασμα: παραγωγικά ο δίσκος είναι εξαιρετικός.
Μια γύρα επίσης στις διαδικτυακές οδούς θα σας πείσει πως το good kid, m.A.A.d city απολαμβάνει καθολικής και υπερθετικής αποδοχής από τους κριτικούς. Εξίσου ενθουσιώδεις είναι όμως και οι αντιδράσεις του κοινού: τα εισιτήρια για την αυστραλιανή περιοδεία του Lamar τον Δεκέμβριο εξαντλήθηκαν μέσα σε 6 ώρες, ενώ η μυστική δωρεάν συναυλία που έστησε έξω από το Staples Center μετά από αγώνα των Λέικερς ανάγκασε την αστυνομία του Λος Άντζελες να επιστρατεύσει μέχρι και ελικόπτερο, φοβούμενη επεισόδια από το συγκεντρωμένο πλήθος. Εκτός λοιπόν από το να μας παραδίδει έναν καταπληκτικό δίσκο, o Kendrick Lamar έχει καταφέρει να αντιμετωπίζεται και ως εικονική φιγούρα, ήδη στα 25 του χρόνια. Αν αυτό είναι κάτι που σας ερεθίζει την περιέργεια, δεν έχετε παρά να βουτήξετε στα νερά του δεύτερου δίσκου του. Όταν βγείτε στην επιφάνεια θα ξέρετε το γιατί…
{youtube}8-ejyHzz3XE{/youtube}