Στην κριτική του στο Remembrance του Ketil Bjornstad, ο συν-αβοπολίτης Χάρης Συμβουλίδης ξεκίνησε με την εύστοχη διαπίστωση ότι ο Νορβηγός πιανίστας νοείται λανθασμένα ως εκφραστής της σύγχρονης ευρωπαϊκής τζαζ, όταν στην πραγματικότητα έλκει τις κυριότερες των αναφορών του από τον (νέο) κλασικό ρομαντισμό. Κι αν τα όρια στα οποία αρέσκεται να εκφράζεται στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του μοιάζουν να δημιουργούν αρκετές επικαλύψεις –και ως εκ τούτου να κάνουν την βεβαιότητα ενός τέτοιου επιχειρήματος να φαίνεται λιγότερο ισχυρή– δουλειές όπως το Night Song προσφέρουν την καλύτερη δυνατή επιβεβαίωση.
Εδώ, ο Bjornstad αφήνει στην άκρη οτιδήποτε έχει να κάνει με τζαζ και παραδίδεται στο σημείο της καλλιτεχνικής του εκκίνησης (όπως ο ίδιος το προσδιορίζει στο σημείωμα που εσωκλείεται στο βιβλιαράκι του CD), τη μουσική δηλαδή του Φραντς Σούμπερτ. Έχοντας ιδανικό συνοδοιπόρο τον τσελίστα Svante Henryson, αναλώνονται σε έναν ιδιότυπο διάλογο με το ύφος, τις τεχνοτροπίες και την κληρονομιά του μεγάλου Αυστριακού κλασικού και δημιουργούν έναν δίσκο ο οποίος –στηριζόμενος σε δεκαέξι πρωτότυπες συνθέσεις κι όχι σε παραφράσεις κάποιου κλασικού έργου– φέρνει τον λυρισμό που αποπνέει η ρομαντική γραφή του Σούμπερτ στο σημερινό γίγνεσθαι.
Και δεν μιλώ φυσικά για το τεχνικό μέρος: δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο κατάλληλος για μια εμπεριστατωμένη μουσικολογική ανάλυση του έργου του Σούμπερτ ή έστω των τρόπων με τους οποίους επιχειρείται εδώ η σύνδεση. Αναφέρομαι στην αισθητική πλευρά του Night Song ως έργου τέχνης, που γενικώς θεωρώ και σημαντικότερη. Διότι ναι μεν η γνώση των πώς και των γιατί συμβάλλει στην κατανόηση ενός μουσικού έργου, συχνά όμως ενισχύει την τάση ορθολογικοποίησης του αισθητικού γεγονότος. Πέρα όμως από οτιδήποτε τεχνικό, η μουσική είναι κυρίως ένα αισθητικό γεγονός (η δια των αισθήσεων γνώση) και συχνά ξεχνούμε (ή παραβλέπουμε) την ανεξήγητη δύναμή της να μας παρασύρει στη δίνη που δημιουργεί –το πώς ξεκλειδώνει, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, τον συναισθηματικό σου διάκοσμο και διατηρεί εφεξής απευθείας σύνδεση μαζί του. Και το Night Song του Ketil Bjornstad (όντας ο κύριος συνθέτης του) πράττει ακριβώς αυτό.
Ξεκινώντας με την απογευματινή εκδοχή του (“Night Song (Evening Version)”), γεμάτη προσμονή και υποσχέσεις, και κλείνοντας με την πρωινή (“Night Song (Morning Version)”) –με τη διάψευση, τη μελαγχολία, αλλά και την ελπίδα που γεννά η καινούργια μέρα να συμπυκνώνονται στην καταληκτική συγχορδία του Bjornstad– τούτο το νυκτερινό τραγούδι σε καθηλώνει με τη λιτότητα της γραφής του, με τη διεισδυτική ακρίβεια του τσέλο και του πιάνο, την ομορφιά που αναδύει το όλον. Δύσκολα αντιστέκεσαι, λόγου χάρη, στα παγωμένα πατήματα του πιάνο στο “Adoro”, στην υποβλητική δραματουργία του τσέλο στο “Reticence” ή στη συνολική συναισθηματική φόρτιση του “Edge”…
Με αφοπλιστική απλότητα οι δύο Νορβηγοί μουσικοί δημιουργούν λοιπόν έναν χαμηλότονο δίσκο, ο οποίος δίνει στη θέαση της ECM περί σύγχρονης κλασικής μουσικής ένα καθαρότερο πάτημα στον ρομαντισμό –έτσι όπως αυτός νοούνταν όταν δημιουργούνταν η μεγάλη παράδοση της ευρωπαϊκής λόγιας μουσικής. Μου δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι το Night Song εκφράζει μία παρόμοια λεπτότητα και ευγένεια, ότι, «συνομιλώντας» με τον Σούμπερτ, οι δύο Νορβηγοί φθάνουν να συνομιλούν με τις θεμέλιες λίθους της Δυτικής μουσικής, με τις αξίες που τη μορφοποίησαν. Αξίες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε κάποτε κι ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, μα τώρα μοιάζουν να έχουν υπονομευθεί –πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά.
Ίσως η παραπάνω σύνδεση να υφίσταται μόνο στο μυαλό μου, ίσως επειδή ακριβώς ζούμε σε αυτήν την εποχή της υπονόμευσης, παρόμοιες συνδέσεις να δημιουργούνται αυτομάτως μόλις φθάνει στα αυτιά μου ένας δίσκος με τέτοια ανεπιτήδευτη ομορφιά και με τα συγκεκριμένα μουσικά ερείσματα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Ketil Bjorstad είναι από τους πιο εκλεκτικούς Ευρωπαίους νεοκλασικούς συνθέτες που έχω προσωπικά υπόψη, και με το Night Song το επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά.