Πέραν της πρώτης συνολικής ακρόασης (της περιέργειας), πέρασαν δυο βδομάδες για να ξεφύγω απ’ τη θέση τέσσερα. Νευρωσούλα. Μια ντουζίνα φορές την ημέρα το κόλπο πήγαινε ως εξής: ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, τέσσερα… Κι άντε πάλι απ’ την αρχή. Κατά την πρώιμη εφηβεία μου, αντέγραφα κασέτες με το κιλό και τις κρατούσα από βαρεμάρα δίχως την παραμικρή πληροφορία στο κουτί. Σκέτη ασπρίλα και γραμμές. Ο μόνος πλοηγός στην ταινία της TDK κατά τις ακροάσεις ήταν η ίδια η μουσική, άντε και μια αριθμητική καταμέτρηση των τραγουδιών, η οποία συνήθως στην πορεία χανόταν.
Σε κάθε επιστροφή, η ηχητική μου χαρτογράφηση κατά κύριο λόγο αποδεικνυόταν αλάνθαστη, κι ας μην υπήρχε τίτλος, όνομα συγκροτήματος και λοιπά credits ούτε για δείγμα. Λοιπόν, είχα καιρό να το πάθω ετούτο. Δυο βδομάδες, κουβαλάω το δισκάκι ορφανό, άνευ άλλης πληροφορίας, και ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, τέσσερα… Όπου τέσσερα, άσμα στις παρυφές του μεταλλικού, ραδιόφιλο, χυμώδες, με μπάσο ερπετικό κι ένα κάργα αμερικάνικο γύρισμα στο ρεφρέν να τεντώνει ό,τι εξέχει απ’ το κυρίως σώμα σου –λες και οι Isis βουτάνε προς τα έξω με μαγιό, όχι προς τα μέσα με στολή δύτη. Κι ούτε μια στιγμή δεν με απασχόλησε να μάθω το βαφτιστικό του, τουλάχιστον σε επίπεδο ιδιωτικών στιγμών.
Τα παραπάνω αντί προλόγου, με το προσωπικό touch που λένε πως είναι και πιασάρικο. Διότι το Unseen των Haunted διαθέτει μπόλικο ψωμί. Ψωμί όπως μαζική τροφή, όπως βασική τροφή, κοινή τροφή, ή όπως υδατάνθρακας συνεπώς ενέργεια. Άσε που τους Haunted για χρόνια τους αντιλαμβανόμουν ως τιμημένη εργατιά του σύγχρονου thrash παύλα melodic death παύλα άσε μας με τις ταμπέλες. Τουλάχιστον μέχρι το Revolver, γιατί από εκεί κι έπειτα η «ταξική» ανάλυση αρχίζει να καταρρέει σούμπιτη. Στο Unseen δε, δεν μένει όρθιο το παραμικρό όσον αφορά στις όποιες σταθερές έκφρασης της μπάντας. Ή τελοσπάντων σχεδόν το παραμικρό…
Ξεκαθαρίζω λοιπόν ευθύς, πως δεν αντέχω άλλες καθαρολογικές κλάψες, περιχαρακωμένες ρητορείες, μεταλλικά κατακεραυνώματα. Τουτέστιν είναι metal, όχι δεν είναι, προδίδουν το κοινό τους, το παρελθόν τους, τον εαυτό τους, τις μανούλες τους… Θα ’λεγα πως απ’ την επομένη της κυκλοφορίας του Black Album τα ίδια ακούμε, αν με δικαίωνε η μετέπειτα πορεία των Metallica. Οπότε δεν το λέω... Γιατί επίσης, αν το πω, θα πρέπει κατόπιν να εξηγήσω ότι ας βρούμε πρώτα το «εδώ και τώρα» κατά περίπτωση, κι ύστερα βλέπουμε με τις εικασίες, τις γενικεύσεις και τη μαστορική της μεταλλικής μελλοντολογίας.
Όχι πως δεν κατανοώ τα ζητήματα κάποιων. Εδώ αναρωτιέμαι πώς τα ξεπέρασα του λόγου μου! Είναι τέτοια η μεταλλική ποικιλία του Unseen και τόσες οι εναλλαγές από τραγούδι σε τραγούδι, σαν ιερόσυλο εγχειρίδιο για άπιστους. Στίγμα; Συνοχή; Ροή; Σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τι κάνετε καλά ευχαριστώ... Και δεν έχω πιάσει καν τη «ραδιοφωνική» αισθητική του. Ειδικά μόλις καταφτάνουν και τα emo-μεταλλικά ρεφρενάκια, προς στιγμή αναφωνείς όπου φύγει-φύγει. Για τέτοια είμαστε τώρα, ενώ εκεί έξω αυτή την εποχή σπαρταράνε Tesseract, Ulcerate κι εγώ δεν ξέρω πόσα παλικάρια ακόμα;
Έλα όμως που κάτι σαλεύει εντός σου κι επιστρέφεις... Γιατί; Διότι το Unseen, όπως το καλό το rock ‘n’ roll, είναι σέξι, άγριο και ευαίσθητο την ίδια στιγμή –θηλυκό κι αρσενικό. Δεν κουβαλάει τα κόμπλεξ του underground, μα ούτε εν τέλει καθοδηγείται απ' τα ζητούμενα του mainstream. Είναι, από μόνο του. Μέσα απ' την κάθε του φόρμα φουσκώνει η τραγουδιστική του φλέβα και μέσω του τραγουδιού αποθεώνεται η εκάστοτε φόρμα του. Συμπερασματικά, κυρίες και κύριοι, αυτή φορά οι Haunted αντί να γ****ν, κάνουν έρωτα. Έχει διαφορά...
{youtube}R7eXC3UzXLk{/youtube}