Παρακολουθώ τους Blonde Redhead για παραπάνω από μια δεκαετία. Και δεν κρύβω την ειλικρινή μου συμπάθεια, συμπεριλαμβανομένου του (μεταχρονολογημένου) ενδιαφέροντός μου για τις πρώτες τους καταθέσεις. Από ένα καλά κρυμμένο (για την Ευρώπη τουλάχιστον) μυστικό του νεοϋορκέζικου underground, άρχισαν να κερδίζουν δίσκο με τον δίσκο έδαφος και ακροατήριο και να βελτιώνουν τον προσωπικό τους ήχο, μέχρι την κυκλοφορία του Melody Of Certain Damaged Lemons. Με το οποίο αφενός ολοκλήρωσαν με τον καλύτερο τρόπο τον πρώτο τους κύκλο –τον άμεσα σχετιζόμενο με το indie/no wave υβρίδιο που φυόταν κάποτε στο Μεγάλο Μήλο ή απλώς αυτόν με την μεγαλύτερη έμφαση στις κιθάρες (για να μην μπλέκουμε με είδη, υποείδη κλπ.)– και αφετέρου κέρδισαν με το σπαθί τους το διαβατήριο για την θρυλική 4AD. Το 2004 τους βρήκε να κυκλοφορούν το Misery Is A Butterfly, στο οποίο ο Guy Picciotto των Fugazi ανέλαβε και πάλι την παραγωγή (συνεργάζονταν ήδη από το 2000), προσθέτοντας έναν παγωμένο αισθητισμό στη συνθετική τους ωριμότητα –συνδυασμός ικανός να τους φέρει μία ευρύτερη αναγνώριση, αλλά και να κάνει την (τότε αμφισβητούμενη από κάποιους) κίνηση της 4AD να τους υπογράψει να φαίνεται ως μια σοφή επιλογή. Τρία χρόνια αργότερα, το 23 ήρθε σχεδόν με κεκτημένη ταχύτητα. Προσθέστε μια τριετία ακόμη και να ’μαστε στο εδώ και το τώρα, ήτοι στο όγδοο άλμπουμ τους Penny Sparkle.

Με δυο λόγια, οι Blonde Redhead του τότε και του τώρα είναι δύο διαφορετικές μπάντες, ακόμη κι αν το τρίο του ιδρυτικού τους πυρήνα (οι δίδυμοι Pace –Simone και Amedeo– μαζί με την Kazu Makino) παραμένει σύσσωμο στις επάλξεις. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι από την αρχή της 4AD περιόδου τους οι κιθάρες σταδιακά οπισθοχωρούν στον ήχο, φθάνοντας εδώ να κάνουν παρέα με τα λογής-λογής σύνθια (και πολλές φορές να υποσκελίζονται από αυτά): πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μένουν δηλαδή διακριτικά στη σφαίρα της ατμόσφαιρας,. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι το Penny Sparkle διαθέτει τα πιο απλά (ως και απλοϊκά) ρυθμικά μέρη που συναντούμε σε δίσκο τους, με τον Simone Pace να παραμελεί τα ντραμς του προς χάριν της ψηφιακής τεχνολογίας. Οι Blonde Redhead πλέον προσανατολίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη σκοτεινή, ηλεκτρονική pop, όπου κύριο ρόλο διαδραματίζουν οι διακριτικές ατμόσφαιρες, ένας απλός, βασικός ρυθμικός οδηγός και η ιδιαίτερη φωνή της Makino –μιας και ο Amedeo Simone παροπλίζεται φωνητικώς (προς προσωπική μου απογοήτευση), παίρνοντας τον λόγο μόλις για ένα και μισό τραγούδι. Κάτι βέβαια που δεν σηματοδοτεί από μόνο του πορεία προς την καταστροφή ή την αναγέννηση, το σωστό ή το λάθος. Δείχνει όμως μία σημαντική αλλαγή στο δημιουργικό σκεπτικό των Νεοϋορκέζων, έναν επαναπροσδιορισμό, αν θέλετε, των δυνάμεών τους, βάσει του οποίου αφήνουν στην απέξω πολλά στοιχεία, μερικά μάλιστα από τα οποία απετέλεσαν βασικά δομικά υλικά του προσωπικού τους ήχου σε όποιο στάδιο της πορείας τους –ήτοι λ.χ. τα έξυπνα και ιδιόμορφα μινιμαλιστικά ρυθμικά του Simone ή η εξαιρετική ισορροπία που είχαν πετύχει στο Misery Is A Butterfly (κυρίως), ανάμεσα στην νεορομαντική pop και στο πιο underground παρελθόν τους.

Κι όλα αυτά για να στραφούν που; Προφανής, βασική στόχευση των Blonde Redhead στο Penny Sparkle ήταν η «ηλεκτρονικοποίηση» του ήχου τους, δίνοντας έμφαση στην ονειρική του χροιά κι αφήνοντας σε δεύτερη (ή και τρίτη) μοίρα τα υπόλοιπα. Αυτό όμως που κατάφεραν φέτος είναι να φτιάξουν έναν επίπεδο δίσκο, προβλέψιμο και λιγάκι βαρετό. Περιμένεις, όσο περνάνε τα τραγούδια να γίνει κάτι κι ο δίσκος να ξεφύγει από τα πλαίσια τα οποία θέτει ευθύς εξαρχής, κάτι, τέλος πάντων, να σου γαργαλήσει την περιέργεια. Ωστόσο, φθάνοντας στο τέλος, κάνεις την οδυνηρή διαπίστωση ότι από όλα τα στοιχεία της μέχρι πρότινος ιδιοσυγκρασίας τους, το σημαντικότερο που άφησαν πίσω τους οι Αμερικάνοι είναι το ένστικτο της περιπέτειας. Δεν θα μπορούσαμε βέβαια ούτε παλαιότερα να τους κατατάξουμε στους ριζοσπάστες, αλλά έχω την αίσθηση πως ποτέ δεν ακούγονταν τόσο αδιάφοροι, τόσο χλιαροί, τόσο μονοδιάστατοι, όσο στην παρούσα δουλειά τους.

Για να είμαι πάντως αντικειμενικός, δεν μιλάω και για ολοκληρωτικό ναυάγιο. Το μοτίβο που διαλέγουν δεν είναι τόσο κακό (το επαναλαμβανόμενο και ως εκ τούτου το μονότονο του θέματος είναι που ενοχλεί περισσότερο), ενώ υπάρχουν και συνθέσεις όπου δουλεύει ικανοποιητικά, με τα “Black Guitar” και “Love Or Prison” –κατά κύριο λόγο– να προσπαθούν να πείσουν ότι δεν είναι εντελώς άτοπο, μα μπορεί να δώσει διαμαντάκια, έστω και περιορισμένης λάμψης. Όπως όμως ένας κούκος δεν δύναται να φέρει την άνοιξη, δύο ή έστω τρεις συνθέσεις (βάζω, ελαφρώς καταχρηστικά, και το “Not Getting There”) δεν μπορούν να γλιτώσουν έναν δίσκο από τη μετριότητα, ιδίως όταν έχεις κι ένα κάποιο παρελθόν να υπερασπιστείς. Και το Penny Sparkle κολυμπά τελικά σε ρηχά νερά, ακυρώνοντας έτσι –εκ του αποτελέσματος– την όποια τόλμη χρειαζόταν να επιστρατεύσουν οι Blonde Redhead ώστε να επαναπροσδιορίσουν εαυτούς…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured