Ρίχνω το πληροφοριακό υλικό γρήγορα-γρήγορα, για να προχωρήσω στα καθέκαστα: Το Dubsetter των Lee “Scratch Perry” και Adrian Sherwood βγήκε αρχικώς πέρσι, σε μια έκδοση για την ιαπωνική αγορά και επανακυκλοφόρησε φέτος σε βινύλιο και CD για τις υπόλοιπες. Βασίζεται, ως επί των πλείστων, σε υλικό από το Mighty Upsetter, το οποίο κυκλοφόρησε το 2008 ως δίσκος του Perry, με τον Sherwood στη θέση του παραγωγού. Περιέχει δηλαδή κυρίως μεταφράσεις κομματιών του και μερικές ακόμα συνθέσεις, οι οποίες είτε «κόπηκαν» από το tracklist του τελευταίου, είτε δημιουργήθηκαν στο μεσοδιάστημα.

Γνωρίζοντας τα παραπάνω, μια λογική θα υπαγόρευε τη θέασή του (κυρίως) ως παραγώγου ενός πρωτοτύπου έργου (του Mighty Upsetter δηλαδή), ως μιας δευτερογενούς δηλαδή δημιουργίας, δίνοντας –επομένως– έμφαση στη μεταβολή που υπέστησαν οι συνθέσεις. Αυτή είναι, αν θέλετε, η «τεχνοκρατική» άποψη επί του θέματος. Μία άλλη ίσως να μας έφερνε στη θέση ότι η μεταβολή δεν έχει σημασία καθ’ αυτή, γιατί μετράει η ποιότητα του υλικού που προκύπτει (όπως κι αν προκύπτει), η δυνατότητα του Dubsetter να συγκινήσει αφ’ εαυτού του και να διεγείρει τις (όποιες εν πάση περιπτώσει) εμπλεκόμενες αισθήσεις. Δείτε αυτήν ως τη «ρομαντική» εκδοχή.

Πριν προλάβετε να πάρετε θέση επί του ζητήματος, λάβετε υπόψη (ή θυμηθείτε) ότι στην Τζαμάικα δεν δίνουν και τόση σημασία στην αυθεντικότητα του υλικού. Τρανή απόδειξη το ίδιο το dub, που ως είδος προέκυψε ακριβώς από επανεπεξεργασίες προϋπαρχόντων reggae κομματιών (καθιστώντας έτσι παραγωγούς όπως τον King Tubby ή τον ίδιο τον Lee Perry σε πατέρες της τέχνης του remixing), όπως επίσης και το γεγονός ότι τον καιρό της ραγδαίας ανάπτυξης της reggae και του dub (στη δεκαετία του 1970) κυκλοφορούσε ένας πεπερασμένος αριθμός riddims (ρυθμοί ή καλύτερα «σκελετοί» κομματιών) που –τρόπον τινά– ανακυκλωνόταν, καθώς τα αναλάμβαναν διαφορετικοί παραγωγοί και εκτελούνταν από διαφορετικές ορχήστρες. Το ποια ήταν η αυθεντική σύνθεση και ποια η dub version της, λόγου χάρη, δεν έπαιζε και τόσο μεγάλη σημασία –όση τουλάχιστον θα αποδίδαμε με μια «δυτικότερη» σκέψη.

Σκεπτόμενοι πάντως βάσει της πρώτης εκδοχής, της «τεχνοκρατικής», διαπιστώνουμε ότι υπάρχει αρκετό γήπεδο για ανάλυση. Όπως και να το κάνουμε, έχει το ενδιαφέρον του να δεις πώς μεταφέρθηκαν οι συνθέσεις του αρχικού άλμπουμ, πόσο βαθιά προχώρησαν οι παρεμβάσεις. Και για να γίνει κάτι τέτοιο είναι νομίζω σημαντικό να φανταστούμε τις συνθέσεις ως συχνοτικά ομαδοποιημένα οργανικά συστήματα (να θεωρήσουμε ας πούμε ως ένα το rhythm section, ως ένα τα φωνητικά, ως ένα τις κιθάρες και τα πνευστά), να ξεφύγουμε, δηλαδή, από την ιδέα ενός αδιαιρέτου συνόλου. Θα μπορέσουμε με αυτόν τρόπο να αντιληφθούμε εύκολα τη φύση των μετατροπών, το γιατί και το πώς. Έχουμε ένα α κομμάτι, τι κάνουμε για να το αλλάξουμε; Υπάρχει η λογική του να προσθέσεις επίπεδα πάνω στο προϋπάρχον σύνολο. Το Dubsetter, όμως, ακολουθώντας τον γενικότερο τρόπο σκέψης της dub, ξεκινάει από την αφαίρεση. Έτσι, οι συντελεστές του πρώτα αφαιρούν ό,τι νιώθουν πως δεν χρειάζονται από την πρώτη ύλη και έπειτα επεμβαίνουν στον δημιουργηθέντα χώρο –τόσο με συχνοτικά treatments, όσο και με επιπλέον ενορχηστρωτικές πινελιές.

Σαν παράδειγμα, μπορούμε να πιάσουμε το “Yellow Fever”, τη μετάφραση δηλαδή του “Yellow Tongue” του Mighty Upsetter: σε σχέση με το αυθεντικό, εδώ παρατηρούμε να έχουν αφαιρεθεί σχεδόν ολοκληρωτικά τα φωνητικά (έχει παραμείνει μόνο μια καλυπτική, δευτερεύουσα χροιά τους) με το συνθετικό μέρος του rhythm section να παραμένει κατ’ ουσίαν αναλλοίωτο. Προστίθεται στις συχνότητές του μια περισσότερη «ζεστασιά», ενώ στην προσπάθεια να γεμίσει ο χώρος που άφησαν τα αφαιρεθέντα φωνητικά, ανεβαίνει στη συνολική μίξη μια θαμμένη στο πρωτότυπο ακουστική κιθάρα, ενώ τον ίδιο ρόλο στις ψηλές συχνότητες επιτελεί ένα θέμα στο τσέλο, το οποίο προστίθεται κι αλλάζει τελικώς την όλη ιδιοσυγκρασία της σύνθεσης. Αλλού λιγότερο, αλλού περισσότερο –για να μην μακρηγορώ– παρόμοια λογική ακολουθείται και στις υπόλοιπες συνθέσεις. Δεν αλλάζουν δραματικά, γίνεται όμως αντιληπτή μια διάθεση να εκβαθυνθεί το ενορχηστρικό σκέλος.

Αν φτάσουμε όμως στην αξιολογική διαδικασία, οφείλουμε νομίζω να επανεξετάσουμε τη «ρομαντική» μέθοδο. Να δούμε δηλαδή το Dubsetter για αυτά που κομίζει το ίδιο και να αφήσουμε τις συγκρίσεις με το Mighty Upsetter. Εκεί θα βρούμε το dub να εκφέρεται με έναν όχι τόσο συνηθισμένο τρόπο. Υπάρχουν κάποια οργανικά θέματα (λ.χ. αν απομονώσει κανείς το πιάνο στο “Taboo”, θα το ακούσει να παίζει σε μάλλον διαφορετικό μοτίβο) και κάποιες δομές οι οποίες βγάζουν τον δίσκο από τα όρια του dub και τον τοποθετούν στο γενικό κάδρο, ενώ ταυτόχρονα κάποιες συνθέσεις κάνουν την «τεχνοκρατική» αντίληψη να μοιάζει στενή μπροστά στην πνευματικότητα της «ρομαντικής». Γιατί το Dubsetter είναι πνευματικός δίσκος, κάτι που γίνεται εύγλωττο στην τριάδα “Elixir Of Life”, “Yellow Fever” και “Taboo”, αλλά υπάρχει σαν αίσθηση και σε όλο τον δίσκο, τι λέω, σε όλη την πορεία του «αλλόκοτου προφήτη» Lee “Scratch” Perry.

Τούτος ο δίσκος καταφέρνει με τις εξαιρετικές του συνθέσεις, με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά του, να ξεκλειδώσει το πρώτο από τα «επίπεδα ύπαρξης» και να μιλήσει σε έναν (πιο) εσώτερο εαυτό. Και μετά από αυτό το ξεκλείδωμα, αντιλαμβάνεσαι μάλλον διαφορετικά μία σύνθεση, ένα έργο. Εκτιμάς τα πράγματα με βάση αυτό που είναι, όχι αυτό που ήθελες να είναι ή έχεις στο μυαλό σου ότι θα έπρεπε να είναι. Οπότε, ναι, γνωρίζω πως όλα τα παραπάνω ίσως να μην είναι παρά υποκειμενικές κρίσεις, δίχως ψήγμα εγκυρότητας. Πώς όμως πετυχαίνεις την αποστασιοποίηση όταν η μουσική καταφέρνει σχεδόν να μπαίνει στο αίμα σου, όπως το ψυχεδελικό ελιξίριο του “Elixir Of Life”, να πατάει σε τόπους όπου δεν γεννήθηκαν ακόμα λέξεις για να περιγράψουν; Κι ακόμη περισσότερο, γιατί να το προσπαθήσεις καν; Αυτός δεν είναι ο λόγος, για τον οποίον ακούς μουσική –για να μην πω το νόημά της;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured