Η κλασική όμορφη ιστορία. Η γειτονιά σε κάνει γνωστό στα μικρά όριά της , οι λεωφόροι και τα φώτα της πόλης σε οδηγούν στην καταξίωση, για να τελεστεί ύστερα η επιστροφή από εκεί που ξεκίνησε το ταξίδι –χωρίς όμως τίποτα να είναι το ίδιο πια. Η γειτονιά έχει πλέον γίνει προάστιο και οι κάτοικοί της δεν πηγαίνουν στις «κηδείες» των φίλων τους, αλλά, κλεισμένοι στον προστατευτισμό της μεζονέτας τους, αναπολούν εκείνα τα χρόνια, χωρίς βέβαια να θέλουν να επιστρέψουν εκεί. Αν η γειτονιά είναι το Funeral, με το οποίο οι Arcade Fire κραύγασαν σε όποιον είχε αυτιά να ακούσει, και το Neon Bible το ταξίδι που τους πήγε παρακάτω, τότε το The Suburbs είναι το έργο που τους επιτρέπει να δείξουν αυτό που είναι, από θέση ισχύος.

Λέγεται πως το τρίτο άλμπουμ είναι το «δύσκολο» για ένα συγκρότημα –και ισχύει, αν το συγκρότημα έχει κάψει όλα του τα φύλλα στα δυο προηγούμενα. Θεωρητικά αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να ισχύει και για τους Arcade Fire. Δεν χρειάζεται όμως παραπάνω από τα 5 λεπτά διάρκειας του εισαγωγικού “Τhe Suburbs” για να διαπιστώσεις πως δεν ισχύει. Δεν ισχύει, γιατί ο Win Butler (και όλο του το σόι) δεν μπήκαν στη διαδικασία του να αποδεικνύουν. Το έκαναν αυτό εις διπλούν, πάει. Όποιος θέλει λοιπόν ν’ ακούσει επικές ενορχηστρώσεις, κορυφώσεις και εξελίξεις τραγουδιών να του σηκώνεται η τρίχα, ας ανατρέξει στα προηγούμενα.

Το πρώτο άκουσμα του Τhe Suburbs δίνει στον ακροατή την αίσθηση πως δεν υπάρχει κομμάτι να ξεχωρίζει, δεν υπάρχει δηλαδή single. Όλα είναι δομημένα και τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε το όλο άλμπουμ θα μπορούσε να αποτελείται από μια ενιαία σύνθεση με τίτλο “Τhe Suburbs”. Αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο, καθώς οι Arcade Fire δίνουν μεγαλύτερη διάσταση στο να τονιστούν οι στίχοι για τη ζωή της πόλης και των προαστίων, παρά αυτοί να κουκουλωθούν κάτω από μια δυναμική προεξέχουσα μελωδία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα «In line for a number but you don't understand, Like a modern man» (από το “Modern Man”) και «In the suburbs I, I learned to drive People told me we would never survive, so grab your mother's keys we leave tonight» (από το “Suburban War”).

Για την παραπάνω προβολή του στίχου, τα ντραμς γίνοναι σαφώς πιο μινιμαλιστικά και τα synths κοφτά, ως ένα επιπλέον «όπλο» στο κράτημα του ρυθμού, ενώ πιανάκια αναλαμβάνουν συχνά να κουβαλήσουν –εναλλάξ ή μαζί με τις κιθάρες και τα ενορχηστρικά έγχορδα– τα τραγούδια προς στην έξοδο. Αυτό το κατέβασμα ταχύτητας σου δίνει την εντύπωση πως οι Arcade Fire είναι μια μπάντα τεσσάρων το πολύ ατόμων και όχι η κολεκτίβα η οποία έκανε όλη αυτή τη «φασαρία». Αλλά είπαμε, αν αναζητάτε «φασαρία», στα παλιά.

Μπορεί το Τhe Suburbs να στερείται κράχτη τύπου “Lies” (όπως στο Funeral) ή “Intervention” (όπως στο Neon Bible), μπορεί να είναι όντως πιο επίπεδο από άποψη στιγμών και κορυφώσεων, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως αποτελεί και καρδιογράφημα νεκρού ή ότι οι Καναδοί έχουν χάσει το αναγνωριστικό στυλ τους. Απλά, σίγουροι πλέον, δεν φοβούνται να μοιάσουν σε άλλους, όπως π.χ. στους Υο La Tengo στο “Month Of May” (αποτελώντας βέβαια, με την κιθαριστική του ταχύτητα, την εξαίρεση του άλμπουμ), στους Cocteau Twins στο “Rococo” –επιβεβαιώνοντας το πανκ ως την πιο επιδραστική μουσική των καιρών μας– ή ακόμα και να «μπαλαντο- δημιουργήσουν» (μακριά από εμάς) στο “Sprawl Ι” και να το πάνε στη disco στο “Sprawl ΙΙ”.

Στο Τhe Suburbs οι Arcade Fire διηγούνται μια ιστορία. Μια ιστορία επιστροφής, λήθης και αναπόλησης, αλλά όπως εκείνοι επιθυμούν: σαν νικητές απαγκιστρωμένοι από βαρίδια τάσεων, μοδών και του συνδρόμου «ξεπερνώ τον εαυτό μου». Αυτή τη φορά δεν είναι εντυπωσιακοί. Δεν πρωτοτυπούν, δεν ανοίγουν νέες διαστάσεις και άλλα τέτοια διθυραμβικά που μας αρέσουν να συμβαίνουν, όμως είναι πιο αληθινοί και μουσικά ειλικρινείς. Στο Τhe Suburbs είναι ο εαυτός τους, μια πολύ καλή μπάντα η οποία μπορεί και παραδίδει υψηλής ποιότητας και αισθητικής σύνολα, όχι μόνο κομμάτια. Δεν είναι εύκολο, ούτε συχνό φαινόμενο. Και μόνο που συμβαίνει, είναι αξιομνημόνευτο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured