Το 2010 βρίσκει τον Max Richter να έχει διανύσει μια παραγωγικότατη δεκαετία, παραδίδοντας ένα σύνολο έργου που άλλοι το κατέταξαν στον νεο-κλασικισμό και άλλοι το ονόμασαν ακουστική ambient, κατά κοινή ομολογία πάντως τον ανέδειξε σε μια αξιοσέβαστη δύναμη στον χώρο του ηχητικού μινιμαλισμού. Κυρίως όμως, η χρονιά αυτή τον φέρνει και πάλι στο προσκήνιο με την κυκλοφορία του νέου του πονήματος Infra, το οποίο κουβαλάει την ενδιαφέρουσα ιστορία μιας πετυχημένης σύμπραξης.

Πιο συγκεκριμένα, το Infra συνιστά την προέκταση μιας 25λεπτης σύνθεσης που ο Richter έγραψε για τις ανάγκες της συνεργασίας του με τον χορογράφο Wayne McGregor και τον εικαστικό Julian Opie. Το “Infra” έντυσε μάλιστα τη χορογραφία του McGregor στο πλαίσιο της χορευτικής του παράστασης που παρουσιάστηκε τον χειμώνα του 2008 στο Royal Ballet House, στο Λονδίνο. Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο εμπνευσμένο και επηρεασμένο από την αισθητική του χορού. Κλήθηκε εξάλλου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες αυτής της μορφής τέχνης. Μια τέτοια «διαπλοκή» προσφέρει έναν πιο έντονο λυρικό και ποιητικό χαρακτήρα στο Infra, συγκριτικά με τις προηγούμενες δουλειές του Max Richter, καθιστώντας το πιο λακωνικό από το The Blue Notebooks, αλλά και πιο εμφαντικό από το Songs From Before.

Μέσα στα πλαίσια των συνθηκών γέννησής του, το νέο άλμπουμ του Richter αγωνιά για να αποτυπώσει την κίνηση –αυτήν ακριβώς τη μουδιασμένη κίνηση του ανθρώπου, αλλά και την αδεξιότητά του. Ο Richter δεν γίνεται εδώ περισσότερο ή λιγότερο ομιλητικός, τον ενδιαφέρει κυρίως να αγκαλιάσει την κινησιολογία και να προσπαθήσει να την ψηλαφίσει. Αυτή η προσέγγιση δίνει μεγάλη απελευθερωτική δύναμη στο Infra. Καθιστά το έργο απλό να μεταφραστεί μουσικά, γιατί δεν έχει περιττές εξάρσεις, παρά μόνο τις απαιτούμενες που επιστρατεύονται όταν αποτυγχάνει η απόπειρα εκφοράς του μηνύματος. Επίσης, ο συνθέτης αρέσκεται στο να αφήνει να εννοηθούν πράγματα με παρατεταμένες μελωδίες εγχόρδων και νότες, οι οποίες εισβάλλουν για να δηλώνουν το παράταιρο ή το σημαντικό.

Απολαμβάνοντας τη διττή του φύση, το Infra του Max Richter επιλέγει ν’ ακουμπά άλλοτε στην «inox» και άλλοτε στην «ξύλινη» επιφάνειά του, ισορροπώντας ανάμεσα στα φυσικά όργανα (και εδώ η οικογένεια του βιολιού έχει την τιμητική της) και το ηλεκτρονικό processing τους (βλέπε “Infra 7”). Προκαλώντας έτσι μια διαρκή διακίνηση θερμού και ψυχρού στοιχείου, θαλπωρής και ανασφάλειας, απωθώντας και καλώντας πάλι πίσω τον ακροατή, και ικανοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την περίφημη «ριχτερική» μουσική ισορροπία. Το ηλεκτρονικό στοιχείο, με άλλα λόγια, παρεμβαίνει σε σημεία για να αλλοιώσει την υφή των εγχόρδων με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμφιλιώνει τις δυο κύριες υφολογικές τάσεις που αφορούν και μπλέκονται στα αυτιά των ανθρώπων του σήμερα.

Αποστασιοποιημένη λοιπόν η νέα δουλειά του Max Richter από φλογερούς και παθιασμένους παρορμητισμούς, αρκείται σε βαθιά εμπεδωμένες συγκινήσεις. Κι αυτό γιατί δεν στερείται συνείδησης της μελαγχολίας (ενδείκνυται ν’ ακούσει κανείς τα “Ιnfra 1” και ”Ιnfra 4” για να πάρει ενστικτωδώς την απάντηση), αλλά ξέρει να τη διοχετεύει σε έναν κόσμο ο οποίος δονείται από την ομορφιά, πονά όταν την αντικρίζει και δεν σταματά να την εξυψώνει.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured