Όταν αρχίζει ο δίσκος, νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με τον εγγονό του Mal Waldron (που απ’ ό,τι ξέρω δεν έχει καν αναγνωρισμένο παιδί…) διότι ακούμε τις γνωστές τονισμένες ενδιάμεσες νότες του πάλαι ποτέ μεγάλου πιανίστα – τόνιζε την τρίτη αντί για την τέταρτη νότα που περίμενε να ακούσει το αυτί, ομοιάζων με τον Cecil Taylor, ο οποίος όμως έπεται. Τέλος πάντων, τέλος με την επίδειξη του ένδοξου παρελθόντος του jazz κλαβιέ και άμε να δούμε τι σόι φρούτο είναι ετούτος ο νέος...

Αλλά μη νομίζετε. Δεν φταίω μόνο εγώ που πήγε εκεί το μυαλό μου. Ουσιαστικά το έκανα σαν αντίδραση στο μάλλον περίεργο δελτίο τύπου της Sunnyside, το οποίο ξεκινά με τα ονόματα των Joe Chambers και Jack DeJonette: για να με βάλει στο κλίμα(!) ή για να με πληροφορήσει (κάτι δεκτό); Όχι! Για να μου πει ότι, όπως και αυτοί οι δύο θρυλικοί ντράμερ, έτσι και ο Dave King αποφάσισε να κάνει έναν δίσκο όπου αυτός αποκλειστικά και μόνο παίζει όλα τα όργανα – κυρίως πιάνο και ντραμς δηλαδή. Μάλιστα! Σχετικά και άσχετο θα έλεγα, αλλά τέλος πάντων…

Ναι, όντως ο Dave King, ως ντράμερ, έχει δύο μπάντες οι οποίες παίζουν αμιγώς jazz, τους Bad Plus και τους (σαφώς πιο ενδιαφέροντες) Happy Apple. Ειδικότερα οι δεύτεροι έχουν εναίσιμο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, όμως αμφότερες έχουν επίσης ψυχανεμιστεί και ενσωματώσει στοιχεία από άλλα φασματικά στοιχεία, όπως λ.χ. το σύγχρονο αυτοσχεδιαστικό rock, ακόμα και την electronica. Στοιχεία τα οποία βρίσκονται και στο Indelicate του Dave King. Σημειωτέον, ο King δεν αφήνει τις πηγές του ήχου απείραχτες, αλλά τις κόβει και τις ράβει και όταν ακόμα ανεβαίνουν στην κονσόλα. Όπως επίσης πειραματίζεται και με drum machines, που τα βάζει να παίζουν μεσοδιαστήματα χτυπημάτων του στα τύμπανα, ενόσω τα τελευταία παίζουν χαλαρά και σε διαισθητικούς δρόμους. Σε αυτή την τελευταία αρμολογία βασίζεται μάλιστα και η πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση του δίσκου, το “Highly Varnished Academic Realism”. Είναι αυτή ακριβώς η σύνθεση που μπορεί να σου αλλάξει ελαφρώς τη γνώμη από το να χαρακτηρίσεις το Indelicate ως έναν δίσκο όπου ο King κάνει απλώς το κέφι του. Γιατί είναι φανερό ότι ο άνθρωπος ψάχνει να εξελίξει τα εκφραστικά του μέσα και όχι να επιδειχθεί ως τεχνίτης.

Όχι πως είχα αντιληφθεί κάτι τέτοιο στις προηγούμενες συνθέσεις. Απλά το “Homage: Young People” π.χ. είναι εκνευριστικά όμοιο με τη μισή σχολή όσων Σκανδιναβών προσπαθούν εδώ και μία δεκαετία (από τότε που άκουσαν Radiohead δηλαδή οι περισσότεροι εξ’ αυτών) να ενσωματώσουν ανθυπο-moog πάνω στα πιάνα τους. Αλλά και το “Arts High Boogie” μάλλον τσαπατσουλίζει, έτσι όπως βάζει electronica μπότες στα χτυπήματα του υπόβαθρου της σύνθεσης… Και στο “The Black Dial Tone Of The Night”, όπου η μόνη ανάσα δημιουργίας είναι η χρήση του απομακρυσμένου από τα σφυράκια του πιάνου μικροφώνου – έτσι ώστε να εξασφαλίζεται (ευφυώς) αυτό που περιγράφει ο τίτλος – ξανακούμε απλώς τον εγγονό του Mal Waldron (ή μάλλον του Bill Evans – που επίσης δεν είχε απογόνους μιας και πιάσαμε το θέμα). Το “Highly Varnished Academic Realism” αλλάζει όμως το σκηνικό. Κατά τα άλλα, κάποια σκετσαρίσματα με την elctronica θεωρώ ότι έκανε και πάλι ο φίλτατος Dave στο νέο του πόνημα, αν και διαβλέπω πως είναι έτοιμος να εξελίξει κι άλλο τα μέσα του, ίσως και στον επόμενο κιόλας δίσκο. Μέχρι τότε θα χειροκροτήσω, αλλά συγκρατημένα. Το standing ovation είναι αναγκαστικά απαγορευμένο...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured