Ο 63χρονος σήμερα Jimmy Webb μπορεί να μη λέει πολλά στους νέους, θεωρείται όμως ένας από τους πιο επιτυχημένους σύγχρονους Αμερικανούς δημιουργούς. Και αυτό γιατί, πέρα από τη δράση του ως τραγουδοποιός – που άφησε αριστουργήματα όπως το “Up, Up And Away” (βραβευμένο ως τραγούδι της χρονιάς στα Grammy του ’67) – η καριέρα του περιλαμβάνει επίσης μουσική για σάουντρακ και μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, ενώ έχει συνθέσει και κλασικά έργα.

Το Cottonwood Farm πηγάζει από την τραγουδοποιητική ιδιότητα του Webb και αποτελεί οικογενειακή υπόθεση, αφού, πέρα από τον ίδιο, παίζουν και τραγουδούν οι τέσσερις γιοι του, καθώς και ο 86χρονος πατέρας του. Από εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Γιατί το να ακούς τους γέρους να θυμούνται την παλιά μουσική, είναι κάτι γοητευτικό. Το να ακούς όμως τέσσερα νέα παιδιά να παίζουν και να τραγουδούν τα κομμάτια του μπαμπά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση σαν τους παλιούς καλούς χτιστάδες, είναι στενάχωρο. Θα ήταν χίλιες φορές πιο δημιουργικό να διοχέτευαν το μουσικό τους ταλέντο (που υπάρχει, απ’ ό,τι ακούω εδώ) σε κάτι το οποίο θα πήγαινε και λίγο κόντρα στο περιβάλλον τους, δίνοντας, κατ’ επέκταση, μια μουσική πρόταση που να πατάει στο τώρα.

Εντάξει, υπάρχουν και συμπαθητικές στιγμές. Το 12λεπτο ομώνυμο κομμάτι, το οποίο περιγράφει τον βίο ενός σκληρά εργαζόμενου άντρα στις βαμβακοφυτείες της Αμερικής, αποδεικνύεται συγκινητικό παρ’ όλα τα στιχουργικά του κλισέ. Ακόμη, το “Bad Things Happen To Good People” ξεχωρίζει λόγω της μελωδίας του και αποτελεί προσπάθεια προσέγγισης ενός πιο σύγχρονου ήχου – δεν θα ακουγόταν εκτός κλίματος σε mainstream ραδιοσταθμό. Ολόκληρος ο δίσκος, αντίθετα, δύσκολα θα βρει χώρο στην καρδιά ανθρώπων που δεν μεγάλωσαν με τέτοια ακούσματα σε κάποια κοιλάδα της αμερικάνικης Δύσης.

Τελευταίο κομμάτι του Cottonwood Farm είναι το “Red Sails In The Sunset”. Μα στάσου ένα λεπτό! Αυτή δεν είναι η βασική μελωδική γραμμή που χρησιμοποίησε ο Dylan για το “Beyond The Horizon” του Modern Times; Mάλιστα, αυτή. Αλλά ποιος σου είπε ότι και ο Dylan δεν την πήρε από αλλού; Πρόκειται για κομμάτι του 1935 (Jimmy Kennedy/Hugh Williams). Με κανα-δυο τέτοιους συνειρμούς, καταλαβαίνεις έτσι ότι εδώ έχεις να κάνεις με έναν τραγουδοποιό που αναβιώνει τη μουσική παράδοση του τόπου του. Το ευρύ ακροατήριο δεν πρόκειται να δώσει σημασία – και ούτε θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου. Ο ίδιος όμως, με δεδομένο το έργο που έχει αφήσει και την προχωρημένη του ηλικία, έχει κάθε δικαίωμα να συνεχίσει να κάνει το κέφι του, μακριά από τη βαβούρα της μεγάλης δημοσιότητας και κοντά στη μουσική η οποία ηχούσε στ’ αυτιά του απ’ όταν ήταν παιδί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured