Όταν βαφτίζεις το ντεμπούτο σου ως Κόκκινο Δίσκο, πόση έκπληξη μπορεί άραγε να προκαλέσει το ότι τιτλοφορείς το κατά δύο έτη νεώτερο αδελφάκι του ως Μπλε Δίσκο; Όπως και με τα δύο πρώτα τους EP (First και Second), οι Baroness επιλέγουν μια απλή αλλά συνάμα ξεχωριστή προσέγγιση στην επιλογή ονόματος για τις δισκογραφικές τους κυκλοφορίες. Θεματική αλληλουχία ο λόγος; Στιλιστική διαφοροποίηση ο στόχος; Όπως και να έχει, μου αρέσει. Όπως και το –επιμελημένο από τον John Baizley, τραγουδιστή του γκρουπ– artwork των δύο δίσκων, το οποίο τους προσδίδει χαρακτήρα, διαχωρίζοντάς τους από άλλες μπάντες τους είδους. Η ψυχεδελική δε μεταλλική μουσική τους συμπληρώνει το πορτρέτο μιας ψαγμένης μπάντας, με ιδιαίτερες αρτίστικες ανησυχίες. Ακριβώς όπως μου αρέσει...
Ακολουθώντας τα βήματα ενός άλλου συγκροτήματος από την Τζόρτζια που κυκλοφόρησε το καλύτερο metal άλμπουμ του 2009 –ναι, περί Mastodon ο λόγος, για το συμπαντικά χαοτικό Crack The Skye– οι Baroness του Blue Record ασκούν πίεση στο μέσο που υπηρετούν ώστε αυτό να διογκωθεί και να επεκταθεί σε νέα, ανεξερεύνητα ηχητικά τοπία, πάντα με οδηγό παραδοσιακές μεταλλικές τεχνοτροπίες, ειδωμένες όμως μέσα από ένα νέο και πιο σύγχρονο πρίσμα. Ουσιαστικά ο δίσκος περιέχει επτά κεντρικές συνθέσεις, με τα υπόλοιπα tracks να λειτουργούν ως ηχητικές γέφυρες, άλλοτε αποτελώντας επιμέρους μέρη του κυρίως τραγουδιού κι άλλοτε αυτόνομα δημιουργήματα. Από αυτά ξεχωρίζει με διαφορά το ήρεμο “Steel That Sleeps The Eye”, που θα μπορούσε να στέκεται σαν αυτόνομο τραγούδι αν εδώ δεν είχε ως σκοπό να προετοιμάσει για την ολομέτωπη επίθεση του “Swollen And Halo”, με το οποίο και μοιράζεται τη θεματολογία του. Άλλα highlights αποτελούν τα “The Sweetest Curse” και “Jake Leg” που λειτουργούν ως το εισαγωγικό δίδυμο-φωτιά, παραθέτοντας συνάμα όλα τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα της μουσικής των Baroness: κλασικό metal σε stoner φόρμες, βρετανικοί κιθαρισμοί και φωνητικά με άλλοτε πιο μπρουτάλ και άλλοτε πιο επικό χαρακτήρα. Η αντικατάσταση δε του Brian Blickle από τον Peter Adams στις κιθάρες δεν φαίνεται να άλλαξε κάτι στον τρόπο χτισίματος των τραγουδιών των Baroness –κι ας έχουν σχολιάσει τα υπόλοιπα μέλη την προσφορά του ως λιγότερο τεχνική, αλλά με περισσότερο πάθος.
Σίγουρα πάντως το τελευταίο στοιχείο δεν φαίνεται να λείπει από κανένα μέλος της μπάντας. Για να το διαπιστώσει κανείς αρκεί το άκουσμα του “O’er Hell And Hide” με το περίτεχνο ακουστικό πρώτο του (σχεδόν) λεπτό να καταλήγει σε μια αφοπλιστική ηλεκτρική ομοβροντία, συνοδευόμενη από ανάγνωση μυστικιστικών στίχων. Ή του “War Wisdom And Rhyme”, που το ακολουθεί κατά πόδας. Στα “A Horse Called Golgotha” και “The Gnashing” διακρίνεται πάλι με ευκολία ο Νότος μέσα στους Baroness, με σχεδόν αισιόδοξες εξάχορδες να συνδιαλέγονται σε ματζόρε μοτίβα, αποφεύγοντας τον κλασικό μεταλλικό σκοταδισμό. Αν είναι κάτι που με χαλάει στο παίξιμό τους, είναι η ανάγλυφη γραφικότητα την οποία ώρες-ώρες επιδεικνύουν. Περισσότερο φταίνε γι’ αυτό κάποιες αναχρονιστικές επιλογές, που ζέχνουν βρετανίλα στον ήχο της κιθάρας, καθώς στις μελωδίες που διαλέγουν ενίοτε να αποδώσουν με αυτή. Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερο ξενέρωμα από το να ακούς ένα τραγούδι έτοιμο να απογειωθεί μα να κρατιέται τελικά δέσμιο λόγω τέτοιων επιλογών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ριφάκια τα οποία ανοίγουν –και σχεδόν σκοτώνουν– το κατά τα άλλα πολύ καλό “Golgotha” καθώς και τα δίδυμα “Bullheads Psalm” και “Lament”.
Μια τέτοια παρατήρηση δεν αρκεί πάντως για να απορρίψω την κατά τα άλλα σκληρή και καλή δουλειά που καταθέτουν οι Baroness στο Blue Record. Αρκεί, σκέφτομαι, το επόμενο πόνημά τους να μείνει μακριά από α-λα-Black Album στοχεύσεις (μιας και πιάσαμε τα χρώματα). Ή μήπως, κρυφά, περιμένω κάτι τέτοιο για να τους αποθεώσω; Θα το μάθουμε (όλοι), καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε κανα-δυο χρόνια από τώρα. Έως τότε, το μπλε φαίνεται να τους πάει πολύ...
- Πληροφορίες
- Άγγελος Γεωργιόπουλος
- Κατηγορία: ΔΙΕΘΝΗ
Baroness - Blue Record
- Βαθμολογία: 7
- Καλλιτέχνης: Baroness
- Label: Relapse
- Κυκλοφορία: Οκτ-09