Τελειώνεις λοιπόν τις λίστες της χρονιάς και ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι έχεις αφήσει απ’ έξω. Και νιώθεις αδικαιολόγητος, γιατί δεν κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη, να πεις ότι δεν το πρόλαβες. Κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού. Με τις ταχύτητες που τρέχει η μουσική σήμερα βέβαια, θα έπρεπε να ακούς καινούργιους δίσκους όλη μέρα για να τα προλάβεις όλα, πόσο δε μάλλον να τα αφομοιώσεις. Το Bitte Orca των Dirty Projectors όμως, είναι ένα άλμπουμ που οφείλεις να ξεχωρίσεις και να του δώσεις πολλές ακροάσεις, αν σε αφορά το πού βρίσκεται το πειραματικό ροκ σήμερα.

Όπως οι Animal Collective, έτσι κι αυτή εδώ η κολεκτίβα (η οποία έχει έξι σταθερά μέλη και πρόσθετους, εναλλασσόμενους, μουσικούς), χρειάστηκε να φτιάξει ένα πιο προσιτό σύνολο τραγουδιών για να διευρύνει το ακροατήριό της. Τα προηγούμενα άλμπουμ τους είχαν λάβει εξίσου καλές κριτικές, αλλά τους περιόριζαν σε μία ελίτ που αγκάλιαζε έτσι κι αλλιώς οτιδήποτε πειραματικό, με τη γνωστή αγοραφοβία και αυταρέσκεια. Εδώ όμως έχουμε ένα γκρουπ το οποίο ξεφεύγει από αυτό τον κύκλο, χωρίς κανείς να μπορεί να τους κατηγορήσει ότι έριξαν νερό στο κρασί τους. Τα τραγούδια του Bitte Orca μόνο συμβατικά δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις. Έχουν αρκετές μελωδίες, αρμονίες, περίπλοκες ενορχηστρώσεις και ρυθμικές ιδιορρυθμίες για να πιστοποιήσουν ότι οι Dirty Projectors συνεχίζουν να περπατούν σε δρόμους ριψοκίνδυνους.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψεις το τι συμβαίνει εδώ. Το “Temecula Sunrise”, από τα highlights του δίσκου, ξεκινάει με σόλο ακουστικής κιθάρας. Ύστερα μπαίνει η φωνή, εντελώς εκτός ρυθμού με τη μουσική που ακούγεται. Και ξαφνικά έρχεται το ρεφραίν με ντραμς, γυναικεία φωνητικά, ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσο να παίζει κλίμακες. Λίγο παρακάτω, το “Stillness Ιs Τhe move” είναι ένα απλό mainstream ποπ κομμάτι που δεν θα ακουγόταν εκτός κλίματος σε ένα R&B πάρτι. Κι αμέσως μετά έρχεται το “Two Doves”, μια ακουστική μπαλάντα με ενίσχυση κουαρτέτου εγχόρδων, η οποία θα μπορούσε να ακουστεί σε σοβαρό κονσέρτο στο Παλλάς. Πολλά τραγούδια αλλάζουν εντελώς ύφος, σαν κάποιος να άλλαξε τη συχνότητα του ραδιοφώνου, ή σαν να έκανε λάθος ο DJ. Σα να μη φτάνουν αυτά, τα φωνητικά μοιράζονται από τη μία ο ηγέτης του γκρουπ Dave Longstreth και από την άλλη οι δύο κοπέλες (Αmber Coffman και Angel Deradoorian). Αυτό σημαίνει ότι χάνεται η εύκολη αναγνωρισιμότητα. Κερδίζεται όμως η πολυμορφία, στην οποία και φαίνεται να στοχεύει το άλμπουμ.

Από ένα σημείο και μετά τίποτα δεν εκπλήσσει, διότι καταλαβαίνεις πως ακούς μια δουλειά θαρραλέα, που φιλοδοξεί να ενώσει τις πιο παράταιρες μουσικές, με κοινό παρανομαστή το ροκ. Ένα ροκ όμως που δείχνει εδώ ακόμα ικανό να εξελιχθεί, κόντρα στην επικρατούσα άποψη ότι έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Και πώς θα εξελιχθεί; Μα φυσικά μέσα από το πάντρεμά του με τις μελωδίες της κλασικής μουσικής, τις εναλλαγές ρυθμού της χορευτικής, το χάος της ηλεκτρονικής και την ελευθερία έκφρασης της τζαζ. Όπως εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured