Η συγκεκριμένη συλλογή δεν είναι απλά μια ακόμα hip-hop συλλογή. Είναι περισσότερο μια κοινωνιολογική μελέτη, ένα εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ το οποίο χρησιμοποιεί την παγκόσμια γλώσσα του φλογισμένου hip-hop. Αυτή που χρησιμοποιούσαν, πίσω στη δεκαετία του 1970, οι μαύροι στις φτωχογειτονιές των αμερικανικών μητροπόλεων για να εκφράσουν την οργή τους για την εγκατάλειψη του λαού τους από την κεντρική εξουσία, καθώς και τις απαιτήσεις τους για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Αυτή που χρησιμοποιούν και σήμερα κάποιοι ανήσυχοι εκφραστές του είδους, οι οποίοι, αγνοώντας τις σαγηνευτικές σειρήνες της μουσικής βιομηχανίας, επιμένουν να εκφράζονται με αυτή την ασυμβίβαστη ψυχή που ανέκαθεν χαρακτήριζε τις πιο αιχμηρές και ριζοσπαστικές εκφάνσεις του hip-hop. Μεταφέροντας έτσι τα κατηγορώ της δικής τους γενιάς, εκφράζοντας ή και εμπνέοντας (στο μέτρο του δυνατού) οργισμένες εξεγέρσεις (μικρές ή μεγαλύτερες, λίγη σημασία έχει) των αδυνάτων εναντίον των ισχυρών και μεταφέροντας καταγγελίες των ποικίλων εγκλημάτων που οι δεύτεροι διαπράττουν εις βάρος των πρώτων.

Με βάση, λοιπόν, ένα άρθρο του Γιώργου Χριστοδουλόπουλου τρία περίπου χρόνια πριν, όπου γινόταν μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί ένα soundtrack για την εξέγερση των μεταναστών στα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων – η οποία συγκλόνιζε τότε την Ευρώπη – ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας (που επιμελείται τη συγκεκριμένη έκδοση), προχωράει το θέμα λίγο περισσότερο. Με όχημα το hip-hop, μας πηγαίνει μια βόλτα σε φλεγόμενες γειτονιές του πλανητικού μας χωριού, από τα ακόμα καπνίζοντα ερείπια της Παλαιστίνης, στις φαβέλες τις Βραζιλίας και από τις σπαρασσόμενες από τον χρόνιο εμφύλιο επαρχίες του Σουδάν, στις φτωχογειτονιές των μεταναστών της Νέας Υόρκης. Ένα μουσικό ταξίδι σε έναν κόσμο τον οποίο οι Δυτικές «πολιτισμένες» κοινωνίες μας προτιμούν να αγνοούν, προσπαθώντας ίσως να ξεχάσουν ότι οι ίδιες με τις πολιτικές, οικονομικές αλλά και προσωπικές πρακτικές τους είναι αυτές που έφεραν τον πόλεμο, τη φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία σε ένα σημαντικό, επί του συνολικού ανθρωπίνου πληθυσμού, ποσοστό.

Το Calor Glocal δίνει λοιπόν βήμα σε καλλιτέχνες οι οποίοι εξιστορούν τα βάσανα των λαών τους και εκφράζουν την οργή τους με φόντο κινήματα που είναι βασισμένα περισσότερο στην ελπίδα ενός ειρηνικού αύριο, παρά στη στείρα και βίαιη καταστροφή του δύσκολου σήμερα. Εκτός όμως από τη σημαντική κοινωνιολογική της πτυχή, παρουσιάζει και έντονο μουσικό ενδιαφέρον. Δεν μας είναι σύνηθες, άλλωστε, να ακούμε έναν Βολιβιανό να ραπάρει στη γλώσσα των αυτοχθόνων, ούτε έναν Σομαλό μετανάστη στον Καναδά να μας περιγράφει τη γυμνή αλήθεια της τραγωδίας του λαού του. Εξίσου ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι κάποιοι από τους καλλιτέχνες που παρουσιάζονται εδώ επιλέγουν μεν αυτή την παγκόσμια hip-hop γλώσσα, το κάνουν όμως μπολιάζοντάς τη μρ στοιχεία από τη μουσική παράδοση των χωρών τους. Έχουμε, έτσι, τους Παλαιστίνιους Dam να ραπάρουν στα Αραβικά υπό τον ήχο ενός beat που μπλέκεται με τα παραδοσιακά τους έγχορδα, τον Emmanuel Jal και τον Abdel Gadir Salim να τραγουδάνε σε βορειοαφρικάνικους ρυθμούς ή την Telmary Diaz να ενσωματώνει στο hip-hop της στοιχεία από τη ρούμπα της Καραϊβικής.

Δίπλα στους παραπάνω μπορούμε ακόμα να ακούσουμε τον Immortal Technique – έναν δυναμικό Περουβιανό ράπερ ο οποίος ζει στην Νέα Υόρκη – να καταγγέλει, με το old school hip-hop του, τη διαχρονική παρεμβατικότητα των Η.Π.Α. στη Λατινική Αμερική («I'm from where they overthrow democratic leaders, not for the people but for the Wall Street Journal readers», όπως χαρακτηριστικά λέει), τον προαναφερόμενο Σομαλό K'Naan να παρουσιάζει τα δικά του “Blues For The Horn”, περιγράφοντας πικρές πτυχές της ζωής του λαού του, το group των Pee Froiss από τη Σενεγάλη να μεταφέρει μέσω του breakbeat hip-hop του την οργή του για την πολιτική κατάσταση της χώρας του, αλλά και τους Βραζιλιάνους Nacao Zumbi να μας κερνούν το απευθείας από τις φαβέλες funk/rock/hip-hop χαρμάνι τους. Βρίσκουμε επίσης τους Ολλανδούς (με ρίζες από τις Αντίλλες) Pete Philly & The Perquisite, οι οποίοι με το περίεργα μελωδικό drum ‘n’ bass μείγμα τους αναρωτιούνται αν βρίσκονται στο περιθώριο, όπως τόσοι ομοεθνείς του,ς ή όχι – όντας καλλιτέχνες που τους έχει, σχετικά, αποδεχτεί το Δυτικό σύστημα παραγωγής κουλτούρας («Some say I'm part of the mainstream, some say I'm underground, I guess I'm in between»), τον ευρύτερα γνωστό (από τις Mo Wax κυκλοφορίες του) Ιάπωνα DJ Krush να μελοποιεί μαζί με τον Kan το ιαπωνικό όνειρο που έγινε εφιάλτης για κάποιους συμπατριώτες του, ή τη Γαλλο-αργεντινή Kenny Arkana να ραπάρει μελαγχολικά για τους ανθρώπους που το σύστημα συνηθίζει να ξεπερνά.

Λόγια πικρά, εμπνευσμένα, πασπαλισμένα από αυτή τη μαγική σκόνη που σαν πυρίτιδα προκαλεί πολλαπλές εκρήξεις σε ό,τι ονομάζουμε συνείδηση, ακόμα και αν πολλά από αυτά είναι γραμμένα σε γλώσσες τις οποίες λίγοι από εμάς αντιλαμβανόμαστε. Μαζί με τις ενορχηστρώσεις, που καταφέρνουν να ισορροπούν επιδέξια ανάμεσα στη world music και στο hip-hop, αποτελούν απόδειξη της οικουμενικής δύναμης της μουσικής. Μια οικουμενικότητα η οποία, αν μεταφερθεί πέρα από τη στενή μουσική της διάσταση και περάσει σε γενικώς πολιτισμικά ή και κοινωνικά επίπεδα, ίσως μας δείξει μια οδό προς την κατανόηση και την αποδοχή του διαφορετικού. Κάτι που με τη σειρά του ίσως οδηγήσει στην άμβλυνση των χαοτικών διαφορών που κυριαρχούν στον σημερινό κόσμο. Αυτή η ελπίδα (εκτός του ούτως ή άλλως ενδιαφέροντος μουσικού ταξιδιού) αποπνέεται από τη συλλογή Calor Glocal και τη γενικότερα φροντισμένη της έκδοση και γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στους εμπνευστές της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured