Πέρα από το θαυμάσιο εξώφυλλο, ο Martin Bisi φτιάχνει μία μουσική που με έναν παράξενο τρόπο δεν μπορώ να κατατάξω στο σήμερα. Και λέω όλως περιέργως διότι είναι γνωστό ότι ο Bisi – για τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μέχρι και βαθιά μέσα στα 1990s – αποτέλεσε με τις εκλεκτές παρέες του μία εμπροσθοφυλακή για το μεταμοντέρνο rock ‘n’ roll.

Βέβαια, από την άλλη, παράγει στο Sirens Of The Apocalypse ένα rock ‘n’ roll που μόνο αυτή ακριβώς η παλιά εμπροσθοφυλακή, η οποία κατοικοεδρεύει στη Νέα Υόρκη, μπορεί να παράγει – και αυτό για τους εξής λόγους. Η αστική ψυχεδέλεια, δεδομένου του αρχιτεκτονικού στρουκτουραλισμού της πόλης, αλλά και ειδικότερα εξαιτίας της διαφοροποιημένης ταχύτητας αφομοίωσης και γέννησης νέων εκφραστικών δομών (λόγω της ειδικής πληθυσμιακής και πολιτισμικής ζύμωσης που συντελείται στη Νέα Υόρκη από την άρνηση στρατολόγησης του 1863 και στο εξής), επιτρέπει να ανθίζει μία ελευθεριότητα, όπως και μια ανοχή – τόσο στην καταστρατήγηση δομών και ενορχηστρώσεων του rock ‘n’ roll (σε δημιουργούς όπως ο Bisi εν προκειμένω, ο Krammer της Shimmy Disk, ή ο Don Fleming), όσο και ευρύτερα. Σε αυτό ακριβώς το πεδίο είναι μερικές φορές δύσκολο να αξιολογήσεις την ευφυή στιγμή μέσα στο καλλιτεχνικό παραλήρημα που χαρακτηρίζει μερικούς από αυτούς τους δίσκους, ειδικότερα αν είσαι από όσους αρέσκονται σε αυτή την ιμπρεσιονιστική προσέγγιση.

Όταν έχεις ηχογραφήσει – άρα κατανοήσει – τη Lydia Lunch και τον Foetus και έχεις για χρόνια συνεργάτες τον Bill Laswell και τον Brian Eno είναι σίγουρο ότι έχεις στρώσει πολλά τραπέζια για φαγητό με αυτούς τους ανθρώπους, έχεις μπολιάσει το πνεύμα σου με το πνεύμα τους. Το να ακούς spoken word και παρανοϊκές αλλά λίαν αστικές εμμονές από τα χείλη του Martin Bisi είναι λοιπόν απόλυτα φυσιολογικό. Η μουσική του δεν είναι ποτέ συγκεκριμένη, στοιχείο που αποτελεί σήμα κατατεθέν της παραπάνω σχολής αλλά και το σημείο τήξεως για πολλούς οι οποίοι αποζητούν καθαρότητα σχολών και ήχων. Τα δεύτερα φωνητικά είναι ανάποδα, τα όργανα δεν βρίσκουν όλα τον ρόλο τους μέχρι το τέλος των συνθέσεων, η Rebecca Bisi κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ακουστεί σε όλες τις πτυχές του δίσκου. Οι Σειρήνες της Αποκάλυψης είναι ένας δίσκος που θα συνόδευε ένα γκροτέσκ (αν όχι λυσσεργικού γέλωτα) θεατρικό έργο, το οποίο περισσότερο performance θα ήταν, παρά ακολουθητής του Ευγένιου Ο’ Νηλ.

Ο Bisi κατάφερε να μπλέξει τη Mona Lisa με τους Judas Priest στο ίδιο τραγούδι (“Rock Mona Lisa”) και το έκανε όχι μόνο με χαρακτηριστική άνεση αλλά και με ανησυχητική αυταρέσκεια. Και ακριβώς αυτή η αυταρέσκεια της ευφυΐας του είναι μερικές φορές που αποπροσανατολίζει τον Bisi από το να παραδώσει έναν πιο ολοκληρωμένο δίσκο. Αλλά από την άλλη, μήπως αυτά ακριβώς τα θραύσματα ζωής, ονείρων, ονειρώξεων, επιδιώξεων και εμμονών είναι η ζωή και η σκέψη του, άρα ο δίσκος είναι άψογος (σε επίπεδο λογοτεχνικής προσέγγισης πάντα); Για τη μουσική είπαμε ήδη εξάλλου, αν νομίζετε ότι ακόμα και μια κεκαλυμμένη καλίμπα μπορεί να χωρέσει σε ένα αρπέζιο που ξεδιάντροπα αγαπάει τον Dylan ενώ βυσσοδομούν οι μέλισσες της παράνοιας με λογής-λογής εμβόλιμες συχνότητες, ε, τότε είστε στον κατάλληλο δίσκο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured