Επιτρέψτε μου να πω ότι – καλώς ή κακώς – ποτέ δεν έτρεφα μεγάλη συμπάθεια στον Δανό Claus Larsen. Πάραυτα, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω την τεράστια επιρροή που έχει ασκήσει σε άπειρα συγκροτήματα και καλλιτέχνες, στον χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής γενικά, της EBM και industrial ειδικότερα. Εν έτει 2009, όμως, αυτό το οποίο παρουσίασε ο Larsen το 1990 ως νέο και πρωτόγνωρο έχει ακουστεί τόσες χιλιάδες φορές σε τόσα εκατομμύρια παραλλαγές μέσα στην τελευταία δεκαετία, ώστε το όλο concept έχει καταντήσει ξεπερασμένο.

Δεν πρόκειται παρά για τη γνωστή συνταγή που συναντάμε και στο Civil Disobedience: ο οργισμένος αντιεξουσιαστής ομοφυλόφιλος έφηβος ο οποίος μισεί την κοινωνία, τη θρησκεία και το κράτος, οι εξαγριωμένοι στίχοι περί μισανθρωπίας και κυνισμού και πολέμου και σεξ/S&M, τα δυνατά beats, τα δυναμικά ρεφρέν, οι κραυγές μίσους, η γυναικεία φωνή που παρεμβάλλεται σε διάφορα σημεία για να δηλώσει κάτι συνήθως πρόστυχο. Βεβαίως, αυτά είναι τα γνωστά συστατικά που καθιστούν ένα industrial άλμπουμ δημοφιλές, καθώς φαίνεται. Τώρα όμως ούτε ο Larsen είναι πια έφηβος, ούτε και προσφέρει κάτι νέο στη μουσική η παραπάνω μίξη – αν και υπάρχουν κομμάτια στο διπλό αυτό άλμπουμ τα οποία διαθέτουν τη δυναμική της επιτυχίας, όπως το ομώνυμο “Civil Disobedience”, τα “Bite Until You Taste Blood”, “Going Nowhere”, “It Hurts, Doesn’t It?”. Πέρα από τα εν λόγω tracks, που προσφέρονται για χορό, δεν υπάρχει όμως κάποιο νέο στοιχείο, κάποια καινοτομία. Οι ιδέες του Larsen φαίνεται να έχουν εξαντληθεί. Η διασκευή στο κλασικό των Die Krupps “Machineries Of Joy” επίσης δεν λέει πολλά σε σχέση με το αυθεντικό. Έχουν καταντήσει πλέον οι Leaether Strip να θυμίζουν συγκροτήματα τα οποία έχει επηρεάσει/διαμορφώσει ο ίδιος ο Larsen σε μεγάλο βαθμό (Wumpscut, Suicide Commando, Hocico) – προφανώς η παράλληλη εξέλιξη έχει φτάσει στο σημείο όπου το ποιος χρησιμοποίησε πρώτος ποια τεχνική να μην έχει πλέον σαφή όρια, αν δεν έχει κάποιος εγκυκλοπαιδικές γνώσεις.

H παρούσα έκδοση περιλαμβάνει 2 CD, το καθένα με 11 κομμάτια, όλα στο ίδιο καλούπι. Ναι, η επανάληψη είναι η μητέρα της μαθήσεως, μέχρι όμως να μάθεις! Εμείς τα ακούσαμε, τα ξανακούσαμε, τα μάθαμε και τα εμπεδώσαμε για τα καλά. Όσο για τον τίτλο “I Wear Black On The Inside”, ναι, είμαστε σίγουροι, Claus. Πιο κλισέ δεν γίνεται. Δεν θα άρμοζε άραγε η έκφραση αυτή περισσότερο σε ένα 15χρονο, που ψάχνει τον εαυτό του, παρά σε έναν συνειδητοποιημένο 40χρονο; Ακόμα κι αν αισθάνεσαι έτσι στα 40 σου, ποιος ο λόγος να το φωνάζεις; Από την άλλη, σε κάποια σημεία (π.χ. “I Said I’m Sorry”, “Going Nowhere”) είναι εμφανές ότι ο Larsen δεν είναι παρά ένα μεγάλο παιδί – ο τρόπος που τραγουδά είναι απλοϊκός, σχεδόν παιδικός. Σε κάθε περίπτωση, οι απανωτές επανακυκλοφορίες παλιών άλμπουμ μέσα στο 2008 δείχνουν πως προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.

Σημείωση: το Civil Disobedience κυκλοφορεί και σε 3CD version, για τους απτόητους hardcore fans!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured