Ντεμπούτο στη δισκογραφία για ένα νέο power metal σχήμα από την Τσεχία, το οποίο διεκδικεί μια ρανίδα προσοχής εξαιτίας της συμμετοχής σε αυτό του (Γερμανού) Olaf Hayer στα φωνητικά και εξαιτίας, βέβαια, του ανακατώματος στη μίξη του Sascha Paeth, πρώην μέλους των Heaven’s Gate και με δουλειές για ονόματα όπως οι Rhapsody (πλέον Rhapsody Of Fire, τρομάρα τους), οι Angra και οι Kamelot. Το επίθετο «νέο», όμως, να το διαβάσετε ως απλώς περιγραφικό, γιατί κατά τα άλλα κάθε συσχετισμός με το «φρέσκο» ή το «καινοτόμο» έχει πάει για τα καλά περίπατο στην περίπτωση των Symphonity.

Έχω παρακολουθήσει καιρό και σε αρκετό βάθος την περίπτωση του power metal, κυρίως λόγω του ενδιαφέροντός μου για τη δυνατότητα γεφύρωσης της pop με το metal μέσω της επικότητας. Δυνατότητα, όμως, την οποία σταθερά μετά τους Helloween βλέπω να βουλιάζει σε μια απελπιστική φτώχεια, αληθινή μάστιγα πλέον για το – κεντροευρωπαϊκό κυρίως – είδος αυτό του heavy metal. Γιατί με μετρημένες στα δάχτυλα (του ενός χεριού) εξαιρέσεις, κανείς μετά τους Helloween του Kiske (ούτε καν οι Helloween του Deris) δεν πήρε στα σοβαρά τις προοπτικές εξέλιξης του εν λόγω ήχου: το ρίξανε όλοι στην απο μίμηση και στην υπερτόνιση του επικού στοιχείου, σε σημείο εμετικό. Και επειδή κάποτε έσκασαν σαν βόμβα οι Rhapsody με το πρώτο τους άλμπουμ, φέρνοντας μια ελπίδα κλασικότροπης ανανέωσης (την οποία διέψευσαν κατόπιν με ό,τι υπόλοιπο κυκλοφόρησαν) γέμισε ο τόπος κλώνους τους – όπως καλή ώρα οι Symphonity.

Εντάξει, να ανεβοκατεβούμε με ταχύτητα τις κιθαριστικές κλίμακες πλάθοντας πιασάρικες μελωδίες και χαριτωμένα (ή και χαζοχαρούμενα) ρεφρενάκια. Εντάξει, να διηγηθούμε αφελείς ηρωικές ιστορίες από φανταστικούς τόπους, να το ρίξουμε και στο θεατρικό μελό στα φωνητικά, να εντάξουμε και στοιχεία κλασικής μουσικής ώστε να τονίσουμε το επικό στοιχείο. Πρέπει, όμως, να υπάρχει ένα γιατί, μια σύλληψη, μια καλλιτεχνική ανάγκη έστω (για όραμα ούτε λόγος). Εδώ όμως βρίσκει κανείς απλώς μια μανιέρα – που παραμένει περιέργως δημοφιλής σε κάποιους metal κύκλους – την οποία οι Symphonity κοπανάνε επί 11 (συμπεριλαμβάνοντας το intro και το outro). Με την εξαίρεση του α-λα-Within Temptation πομπώδους “The Silence Part II: In Silence Forsaken”, ενός γερού ρεφρέν στην περίπτωση του κατά τα άλλα γελοίου “Searching You” και μιας απρόσμενα καλοπαιγμένης hidden track έκπληξης, η μπάντα δεν φανερώνει κανένα θετικό στοιχείο επί της ουσίας: το παίξιμό τους είναι στοιχειώδες, η φαντασία τους ανύπαρκτη, η δουλικότητα απέναντι στα πρότυπά τους παροιμιώδης (“Gates Of Fantasy”, “Salvation Dance”, “Evening Star”). Ούτε η παραγωγή του Libor Krivak είναι καλή: είναι «στημένη» και καθόλου έξυπνη – ενώ συχνά θάβει τον Olaf Hayer κάτω από τον θόρυβο των οργάνων, βάζοντάς τον σε δεύτερο πλάνο. Δεν είναι τυχαίο ότι στις φορές που περνάει μπροστά σημειώνονται και οι μόνες κάπως καλές στιγμές της δουλειάς, καθώς μπορεί ο Hayer να μην είναι και κάποια φωνή-αποκάλυψη, σαφώς πάντως διαθέτει κάτι παραπάνω από τον συνήθη μέσο όρο των τσιριχτών power metal τραγουδιστών της πιάτσας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured