Η πρώτη μου επαφή με τον Damien Rice έγινε μέσα από το βίντεο του “Blower’s Daughter”, μια από εκείνες τις (πολύ) βραδινές ώρες, μετά τις οποίες ποτέ δεν δυσκολεύομαι να ανακαλέσω στη μνήμη μου κάτι, όταν μου αφήνει μια πολύ ισχυρή εντύπωση. Θυμάμαι λοιπόν αυτό το συναίσθημα της «απότομης γείωσης» που μου προκάλεσε το άκουσμα του παραπάνω τραγουδιού - ένα κομμάτι τόσο σπαραξικάρδιο αλλά και τόσο στωικά αξιοπρεπές. Παίρνοντας λίγο αργότερα στα χέρια μου το αριστουργηματικό ντεμπούτο του, O, βεβαιώθηκα ότι πρόκειται για έναν καλλιτέχνη με ευαισθησίες και ολοκληρωμένη μουσική φιλοσοφία. Γι’ αυτό ίσως και δυσφόρησα βλέποντας να γίνεται στη συνέχεια τόσος ντόρος για το “Blower’s Daughter”, το οποίο χιλιοπαίχτηκε στη χώρα μας και ανακυρήχτηκε ως τάχα μου «μέγιστη ερωτική μπαλάντα της δεκαετίας». Κι αυτό χωρίς να δίνεται η δέουσα σημασία στο υπόλοιπο album, αλλά και στις επόμενες κινήσεις του Rice - το λιγότερο εντυπωσιακό, αλλά αρκετά καλό, δεύτερο album του, 9. Απρόσεκτη μεταχείριση για το υλικό ενός τραγουδοποιού που κατάφερε να εξοικειώσει περισσότερο το ελληνικό κοινό με τη neo-folk, ένα είδος όχι και τόσο σαφώς προσδιορισμένο για εμάς, αλλά και να ανοίξει το δρόμο και σε άλλους καλλιτέχνες του ίδιου ύφους (π.χ. Glen Hansard).

Το υλικό αυτό όμως ξαναφέρνουν στο προσκήνιο δύο live albums που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2007, με πρώτο το παρόν Live At Fingerprints Warts And All. Ένα, ουσιαστικά, EP, παρά album, καθώς περιλαμβάνει έξι μόλις κομμάτια, τα οποία και ξεδιπλώνουν τη μουσική πρόταση ενός καλλιτέχνη που αναζητά το πηγαίο και το λιτό μέσα από ακουστικές μουσικές φόρμες. Ηχογραφημένο τον Νοέμβριο του 2006 στο δισκάδικο Fingerprints στην California, δεν θυμίζει - κατά περίεργο τρόπο - παρά ελάχιστα live ηχογράφηση, αφού αποπνέει αυτό το τέλειο ηχητικό δέσιμο ενός στούντιο album, χωρίς να χάνει τίποτα από τον αυθορμητισμό μιας συναυλίας.

Καλά ζυγισμένο ηχητικά, με συγκινητικές και αψεγάδιαστες ερμηνείες τόσο απο τον Rice αλλά και από τη Lisa Hannigan, τα δεύτερα φωνητικά της οποίας αποτελούν βασική συνιστώσα για τη διαμόρφωση της δυναμικής των κομματιών. Το album περιέχει επιλογές και από τις δύο στούντιο δουλειές του Rice ως τότε, με ξεχωριστές στιγμές τα “Cannonball”, “Grey Room” και “Volcano”. Μην ψάξετε για το “Blower’s Daughter”, δεν περιλαμβάνεται και ίσως να απουσιάζει και σκόπιμα... Το “Live At Fingerprints Warts And All” είναι μια σύντομη ευχάριστη διαδρομή στην ήρεμη folk δύναμη του Damien Rice, ένα εγχειρίδιο συναισθηματικής νοημοσύνης χωρίς μελοδραματικές εκπτώσεις.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured