Κι όμως οι Σκανδιναβοί ξέρουν να παίζουν το παιχνίδι του rock n’ roll πολύ έξυπνα, αν όχι πονηρά. Έχοντας στο τσεπάκι τους την αρχική περιέργεια των δημοσιογράφων για το Y αντί του I στο Whyte σαν αφετηρία, και τις δυνατές μελωδίες τους που φαντάζουν βγαλμένες από το μουσικό, σκονισμένο juke box των sixties, θυμίζοντας Sonics και Seeds, οι 5 αυτοί Σουηδοί έχουν ήδη κερδίσει ένα μεγάλο ποσοστό της εκτίμησής μας, από την πρώτη κιόλας ακρόαση αυτού του ντεμπούτου τους.

Αν και οι φάτσες τους δεν εμπνέουν κάποια μεγάλη εμπιστοσύνη, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, θυμίζοντας (τους παίρνουμε από δεξιά προς αριστερά, για να μην μπερδευόμαστε) πότε μέλος των One (για ρίξτε κι εσείς μία ματιά στην φωτογραφία του εξωφύλλου και πείτε γνώμη!), πότε διαγωνιζόμενο του ελληνικού Fame Story (κρίμα το παιδί), πότε ξάδερφο του Garth Brooks, πότε groupie των Slade και πότε καταπιεσμένο σεξουαλικά Έλληνα μόδιστρο, τελικώς αποδεικνύουν σοφό το βρετανικό ρητό “Don't Judge a book by the cover”.

Οι κιθάρες τους φέρνουν στο μυαλό τα μακρινά, αλλά και τόσο τιμημένα swinging sixties, τότε που εκκολαπτόταν η έννοια του garage στο μυαλό των αδερφών Davies, όταν το κίνημα των Mod’s είχε πνεύσει τα λοίσθια, συνδυασμένες με μία σύγχρονη παραγωγή, που σπεύδει να καλύψει τα 40 περίπου χρόνια που χωρίζουν το τοτε με το σήμερα. Μία παραγωγή που πετυχαίνει να τους συγγενέψει ηχητικά με τους BRMC και τους Freeheat (αλήθεια, υπάρχουνε ακόμα τούτοι;) και σε συνδυασμό με μερικές ακόμα, εμβόλιμες επιρροές ανά τραγούδι, φτιάχνουν ένα πολύ ελκυστικό κιθαριστικό ηχητικό χαρμάνι. Δεν μας εκπλήσσουν, θυμίζοντας πολλά και διάφορα πράγματα, αλλά σίγουρα καταφέρνουν με το πρώτο αυτό άλμπουμ να μας πείσουν πως πρόκειται για μία μπάντα με μέλλον. Και φυσικά είναι και αυτή η farfisa που μπαίνει σφήνα και γεμίζει τον ήχο τους, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την αίσθηση του παλιομοδίτικου σε αυτόν.

Με μερικά πραγματικά πολύ καλά κομμάτια να κοσμούν αυτό το ντεμπούτο τους, οι Whyte Seeds δίνουν υποσχέσεις για ένα πολύ πιο γκλάμορους μέλλον, με περισσότερες αναφορές και εξώφυλλα στο NME. Τουλάχιστον θα το αξίζουν με το παραπάνω... Τραγουδάρες σαν το XX/XY με την Black Rebel-ική του χροιά, το εμπνευσμένο μπαστάρδεμα από τις μελωδίες των Kinks και τον ήχο μεταγενέστερων garage συγκροτημάτων, Black Key Song ή το πνευματικό αποπαίδι του Lust For Life του Iggy, Lost My Love, δεν βρίσκονται πλέον εύκολα –και ειδικά μαζεμένα- σε άλμπουμς συγκροτημάτων της σύχρονης “garage revival” σκηνής. Έχουν ατόφια ποπ συνθετική φλέβα, γράφουν κομμάτια που σου μένουν για τα καλά στο μυαλό και αν δεν τους εμποδίσει η καταγωγή τους, θα μιλάει σύντομα πολύς κόσμος για αυτούς.

Τελικώς, ένα άλμπουμ που το ρουφάς από την αρχή μέχρι το τέλος. Ναι, ειδικά στο τέλος, που ρίχνουν τελείως τις ταχύτητες και τις εντάσεις από τους ενισχυτές τους και φτιάχνουν μία σπουδαία γλυκιά και ταυτόχρονα μελαγχολική μπαλάντα, το Come Down Hard. Φανταστείτε ένα jam των Jesus and the Mary Chain με τους Mazzy Star (πριν ακόμα χωρίσει το ζεύγος, φυσικά) και τον Tim Booth να συντονίζει από λίγο πιο δίπλα και έχετε μία καλή εικόνα του εν λόγω κομματιού.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured