Ο ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας Chris βγάζει έναν ακόμα προσωπικό δίσκο, όπου όπως συνήθως η μουσική του γραφή γίνεται πιο απλή, πιο λιτή, χωρίς πολλά γκάζια ή πλούσιες ενορχηστρώσεις, όπως συνήθως ακούμε στα βασικά του σχήματα, τους Walkabouts ή τους Chris & Carla. Φτιάχνει λοιπόν εδώ έναν δίσκο μελαγχολικό, εξομολογητικό και πραγματικά προσωπικό, που σε μερικά σημεία καταφέρνει να πετύχει το πολυπόθητο –σε τέτοιες δουλειές- αποτέλεσμα: να παρασύρει τον ακροατή, να τον κάνει να νοιώσει οικεία με τις μελωδίες και τους στίχους του και –γιατί όχι;- να τον κάνει να ταυτιστεί κιόλας με πολλούς από αυτούς.

Τον ακούμε να διασκευάζει πανέμορφα το κλασικό Why Can't I Touch It των Buzzcocks και να φιλτράρει κάτω από το προσωπικό του πρίσμα ηλεκτρονικούς ήχους, με στοιχεία από Americana και chamber μουσική. Πετάει μέσα διάφορα είδη κιθαρών, φυσαρμόνικες πιάνα, αλλά και samples, φέρνοντας και φιλαράκια του όπως ο Terry Lee Hale, που στο Restless φέρνει το dobro του (την μαύρη αλήθεια μου θα την πω, δεν έχω ιδέα τι είναι τούτο) και φτιάχνει μία μπαλάντα γεμάτη πίκρα, ένα γράμμα σε μία υποτιθέμενη (;) φίλη/φίλο, που δεν φαίνεται να τον καταλαβαίνει. Πολύ ιδιαίτερα φορτισμένο τραγούδι... Άλλες συμμετοχές είναι των Al Deloner (Midnight Choir), Terri Moeller (The Wallkabouts/Transmissionary Six), Paul Austin & Kevin Suggs (Transmissionary Six), Dalibor Pavicic (Bambi Molesters) και Tony Kroes & Matt Howden (Sieben).

Αν δεν καταφέρνει κάπου να κερδίσει ολοκληρωτικά τις εντυπώσεις, δεν είναι στις ενορχηστρώσεις του, αλλά στις ίδιες τις μελωδίες του, που μάλλον είναι επιτηδευμένα στριφνές και κλειστοφοβικές και απαιτούν ειδική αφοσίωση και τρόπο ακρόασης (βλέπε κατάλληλη ατμόσφαιρα, στο χεράκι το βιβλιαράκι με τους στίχους, τσιγαράκι και –γιατί όχι;- ένα ποτηράκι αλκοόλ της προτιμησής σας – ο κ. Τσάβαλος ενίσταται ότι δεν φτάνει μόνο ένα). Τα 8 (+ 1 διασκευή) τραγούδια που έχει γράψει εδώ είναι σαν μικρά γράμματα, εξομολογητικά και γλυκόπικρα. Οι στίχοι του και η παρακολούθησή τους είναι, λοιπόν, απαραίτητο συστατικό για μία αποτελεσματική επαφή με τον αμερικανό τραγουδοποιό, γεγονός που για μία τελείως απολαυστική ακρόαση θέτει κάποιες προϋποθέσεις -και για μερικούς από εμάς περιορισμούς, ενδεχομένως - μεν, αλλά και πάλι, τι είναι μία απολαυστική ακρόαση;

Η ουσία είναι ότι ο δίσκος ακούγεται σαν ένα ενιαίο άκουσμα, κάτι λογικό αφού είναι και ένα άλμπουμ που γράφτηκε εν είδει εκτονωτικού για τον ίδιο τον Eckman, αμέσως μετά από την ενασχόλησή του με την γερμανική tv. Και στη διάρκειά του μας χαρίζει μερικές πανέμορφες στιγμές, όπως το Nights Like These, σαν άλλος –απογυμνωμένος από πολλά ηχητικά στολίδια- Cohen ή το Black Field, όπου επισκέπτεται τα μονοπάτια του κυρίου Gelb, από τους Giant Sand.

Τέλος, να σταθούμε και στο πολύ όμορφο artwork του δίσκου, του Σλοβένου Nikolaj Beer, θετού πατέρα του Eckman, επηρεασμένου από τις «ελεύθερες» ελαιογραφίες του Van Gogh.

Ένας δίσκος προσεγμένος, αλλά και για ειδικά γούστα και αφοσιωμένες ακροάσεις. Συμβουλή μου; Μην φοβηθείτε να γνωρίσετε το πρόσωπο αυτό του Chris Eckman.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured