Ήταν 22 Μαΐου του 1974 και ο 27χρονος τότε Jon Landau καθόταν στο γραφείο του νέου του σπιτιού στο New Jersey. Η μετέπειτα γυναίκα του κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα τους, αλλά αν και είχε πάει 4 το πρωί εκείνος πληκτρολογούσε στην γραφομηχανή του ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα The Real Paper. To θέμα δεν ήταν άλλο από έναν νεαρό τραγουδιστή που είχε παρακολουθήσει τρεις μέρες πριν στο Harvard Square Theatre, o οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε από το πουθενά κυκλοφορήσει όχι έναν, αλλά δύο δίσκους! Το άρθρο του είχε τίτλο “Growing Young With Rock and Roll” και έμελλε μία πρόταση που χρησιμοποιήσει να μείνει στην ιστορία της μουσικής δημοσιογραφίας:
«I saw rock and roll future and its name is Bruce Springsteen»
O Jon Landau πολλά χρόνια αργότερα θα πει στα πλαίσια ενός αφιερώματος στο περιοδικό Time ότι θυμάται τον νεαρό τότε Springsteen να κάθεται πρωί πρωί μέσα στο κρύο και να διαβάζει το άρθρο του χαμογελώντας. Πολύ σύντομα ο Landau θα παρατήσει την δημοσιογραφία και έως και σήμερα, 30 χρόνια μετά, είναι ο πιστός συνοδοιπόρος του Bruce Springsteen, ο μεγαλύτερός του fan, o manager και παραγωγός του μέλλοντος του rock’n’roll, όπως εκείνος έγραψε.
Τώρα βέβαια, στα 55 του χρόνια, τι είναι ο Bruce Springsteen; To μέλλον του rock’n’roll ίσως όχι, αλλά το περυσινό του καταπληκτικό album με τίτλο “The Rising” καθώς και η υπερεπιτυχημένη του περιοδεία που ακολούθησε και που τον έφερε στην ψηλότερη θέση με τους πιο κερδισμένους οικονομικά για το 2003, σίγουρα επιβεβαίωσε ότι ακόμα και αν έχει περάσει πλέον στους βετεράνους του αθλήματος, είναι ακόμα μία από τις πιο υπολογίσιμες δυνάμεις του λεγόμενου, και παρεξηγημένου, stadium rock.
O Bruce Springsteen δεν ήταν πάντα ο "Boss". Στην αρχή του μουσικού του ταξιδιού ήταν ένας νεαρός τραγουδοποιός που έπαιζε στα περίφημα café του Greenwich Village ενώ προσπαθούσε να βγάζει τα προς το ζην του ως κηπουρός. Αρκετά χρόνια αργότερα, και αφού τον είχαν ήδη χαρακτηρίσει "νέο" Bob Dylan, o Springsteen θα αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής όπως την ξέρουμε σήμερα για έναν πολύ σημαντικό λόγο: Έφερε ξανά στις μάζες το αγνό rock'n'roll!
Μπορεί βέβαια προσωπικά να προτιμώ τον σκοτεινό και μοναχικό Springsteen του "Nebraska". Το γεγονός όμως ότι στην καρδιά των ‘70s, της δεκαετίας που κυριαρχούσε στην Αμερική το heavy metal και το prog-rock, , κατάφερε να φυσήξει ξανά στην ψυχή των μουσικόφιλων τις αξίες του rock'n'roll και τους ξεσήκωσε να χορεύουν στριμωγμένοι σε τεράστιες αρένες στους ρυθμούς του "Born to Run" και του "Dancing In The Dark", για να αναφέρω δύο μόνο από τα αμέτρητα anthems που παρουσίασε με την περίφημη E-Street Band του, αξίζει κάτι παραπάνω από μία θέση στο πραγματικό Rock'n'Roll Hall of Fame, και δεν εννοώ εκείνο, το τύπου μουσείου των δισκογραφικών εταιριών.
Για πολλούς βέβαια, ειδικά στην χώρα μας, από την μεταπολίτευση έως τις μέρες μας, με τον υποτιθέμενο αντιαμερικανισμό να κυριαρχεί, ως μία αλλοπρόσαλλη μόδα, κάτι σαν τον Τσε Γκεβάρα σε t-shirt για να καταλαβαινόμαστε, ο Bruce Springsteen έχει αποτυπωθεί στη μνήμη τους ως το αμερικανάκι με το σκισμένο τζιν και το ύφος νταλικέρη που με την αστερόεσσα για background κουνάει τον γυμνασμένο του πισινό στους ρυθμούς του "Born In The USA". Και φυσικά, τo ότι ο αχώνευτος Ronald Reagan χρησιμοποίησε το τραγούδι για την προεκλογική του εκστρατεία σίγουρα δεν βοήθησε να αποφευχθεί η παρεξήγηση.
Ο Bruce Springsteen ήταν και είναι ακόμα μία γνήσια φωνή, αντιπροσωπευτική της γενιάς του. Και αυτό το "Born In The USA" ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο σπουδαία αντιπολεμικά τραγούδια διαμαρτυρίας που γράφτηκαν ποτέ, αν και αφορούσε την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι βετεράνοι πολέμου του Βιετνάμ ύστερα από την επιστροφή τους στην πατρίδα τους. Ήταν το "Born On The 4th of July" του Oliver Stone αλλά την στιγμή που έπρεπε, όταν το θέμα ήταν υπαρκτό και καυτό, και όχι μία απλή θύμηση του παρελθόντος.
Η δύναμη του Springsteen ως τραγουδοποιού λοιπόν ήταν και είναι η ικανότητά του να γράφει για σύγχρονα θέματα και προβλήματα και για σύγχρονους ανθρώπους, ακόμα και αν δεν έχει νιώσει στο πετσί του ούτε τα προβλήματα αλλά και ούτε έχει γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους. Δεν έχει δουλέψει ποτέ του 8ωρο σε κάποια βαριά εργασία, αλλά γνωρίζει τι σημαίνει, και ακόμα πιο σημαντικό, ξέρει να γράφει για αυτό. Έχει ηρωοποιήσει πυροσβέστες, αστυνομικούς, κατατρεγμένους από το νόμο, άδικα καταδικασμένους σε θάνατο κατάδικους, μετανάστες, εργάτες σε οικοδομές και λατομεία, στρατιώτες, μεροκαματιάρηδες, βετεράνους του Βιετνάμ, όπως προείπαμε, και φυσικά, ερωτευμένους.
Από όλους αυτούς τους χαρακτήρες, ίσως μόνο ερωτευμένος υπήρξε ο Bruce Springsteen, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Πάντα έπιανε τον σφυγμό της εποχής, πάντα τον αποτύπωνε στα τραγούδια του επιτυχημένα και πάντα προκαλούσε την κοινή γνώμη και το συντηρητικό κατεστημένο όπως πρέπει να κάνει το γνήσιο rock'n'roll. Πρόσφατη άλλωστε είναι η κόντρα που ξεκίνησε με την Αστυνομία αλλά και τον Δήμαρχο της Νέας Υόρκης ύστερα από την παρουσίαση live, για πρώτη φορά στα μισά της περιοδείας για το περσινό "The Rising", του "American Skin (41 Shots)".
Από το 1973 όταν με δύο δίσκους μέσα σε μία χρονιά, τα "Greeting From Asbury Park, NJ" και "The Wild, The Innocent and the E-Street Shuffle", πρωτοπαρουσιάστηκε στην δισκογραφία έως και το περσινό "The Rising", μέσα στα 30 και πλέον χρόνια καλλιτεχνικής πορείας ο Bruce Springsteen έγραψε το ελάχιστο 230 επίσημα τραγούδια. Η συλλογή της Columbia της σειράς "Εssential" προσπαθεί να καλύψει όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερα αυτή την πορεία, μέσα σε δύο cd, μέσα σε 30 τραγούδια. Εάν επιτυγχάνει ή αν αποτυγχάνει, όπως λέει και ο ίδιος ο Springsteen στο εξαιρετικό βιβλιαράκι που συνοδεύει την κυκλοφορία , είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό. Για άλλους ίσως η επιλογή να είναι η ιδανική, για άλλους ελλιπέστατη.
Αν σας αρέσουν όμως τα στατιστικά στοιχεία και τα δημοψηφίσματα έχει ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς να αντιπαραβάλει την λίστα με τα 40 καλύτερα τραγούδια του Springsteen όπως ψηφίστηκε από δεκάδες μουσικοκριτικούς, καλλιτέχνες και ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας και παρουσιάστηκε στο τεύχος του περασμένου Απριλίου του περιοδικού Uncut. Μόλις 21 από τα 40 αυτά τραγούδια περιέχονται στο “Essential”. Σημαντικότερες απουσίες κατά τη γνώμη μου και ουσιαστικά αδικαιολόγητες τα “Racing In The Streets”, “Backstreets”, “State Trooper” και ειδικά το “I’m On Fire”, ενώ ίσως θα έπρεπε να είχε περιληφθεί και το αριστουργηματικό “Because The Night”, αν και είναι η φωνή της Patti Smith και όχι του Bruce Springsteen που οδήγησε το τραγούδι στην αιωνιότητα.
Αλλά και πάλι, είναι τέτοια η συνεχής ροή κατά χρονολογική σειρά των εμπνευσμένων στιγμών του Boss, από το “Blinded By The Light” έως και την περυσινή ζωντανή ηχογράφηση του “Land Of Hope And Dreams” που η συλλογή λειτουργεί αρκετά επιτυχημένα και για τον αμύητο που ίσως έχει ακούσει μόνο τα πιο μεγάλα «hits» του Boss αλλά και για τον έμπειρο ακροατή.
Ειδικά για τον δεύτερο, υπάρχει και ένα τρίτο cd το οποίο έρχεται να συμπληρώσει και την τετραπλή συλλογή “Tracks” που είχε κυκλοφορήσει πριν από μερικά χρόνια, αφού περιέχει 12 ηχογραφήσεις άλλες ζωντανές, άλλες ακυκλοφόρητες είτε από συμμετοχές σε soundtracks και albums για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Τέλος με ένα σημείωμα προς όλους τους μίζερους και κυνικούς που διαβάζουν αυτές τις γραμμές: Ξέρω πολύ καλά, ότι η συλλογή βγήκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα, και σκοπός της είναι να ξεζουμίσει τα πορτοφόλια, ειδικά εκείνων που έμαθαν ή άλλαξαν γνώμη για τον Bruce Springsteen ύστερα από την επιτυχία του “The Rising”, για εκείνα τα νέα πρόσωπα που αντίκρισε ο Boss στην τελευταία του περιοδεία, το λέει και ο ίδιος άλλωστε στις σημειώσεις του booklet. Γνωρίζω ότι το τρίτο “bonus” cd προστέθηκε για να τραβήξει και τους παλιούς fans του. Και είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα υποστήριζαν ότι η σειρά “The Essential” θα έπρεπε καλύτερα να είχε την ονομασία “The E$$ential”.
Όμως, παρά τα όσα μπορεί να ειπωθούν για τον λόγο ύπαρξης αυτής της συλλογής δεν παύει να αποτελεί μία, αν μη τι άλλο, ικανοποιητικότατη, αφού το τέλειο είναι σχεδόν απλησίαστο, καταγραφή των πραγματικών “Glory Days” του Αμερικάνικου Rock’n’Roll. Και αυτό επικροτούμε.