Την "latin" την καταλαβαίνει ο Santana, ο Enrique Iglesias, την αντιλαμβάνονται και οι μεγάλες δισκογραφικές με ένα συγκεκριμένο τρόπο που φαίνεται να συγκλίνει περισσότερο προς τη μεριά του συμπαθούς Enrique.

Όλο αυτό το ογκώδες project με τους δεκάδες συνεργάτες, τις συμμετοχές από τα κορυφαία εμπορικά ονόματα, την προσεγμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια παραγωγή, μοιάζει περισσότερο με ένα παιχνίδι στο οποίο ο ίδιος ο Santana δεν πρωταγωνιστεί -ακολουθεί μάλιστα την κακή πλευρά του Supernatural, συμμετέχοντας περισσότερο ως sampler, παρά ως εμπνευστής.

Και δεν μιλάω για τις φωνητικές συμμετοχές: Καλά κάνει και επιλέγει την αφρόκρεμα, αφού έχει τη δυνατότητα. Ο Mr. Santana δεν είναι τραγουδιστής, ποτέ δεν ήταν. Αυτό που ενοχλεί στο "Shaman" είναι η γυμνή και στο μάτι του πλέον αδαούς ενορχηστρωτική λογική που ντύνει τόσο ασφυκτικά και ρουτινιάρικα τα συμπαθητικά pop κομμάτια που δεν αναπνέουν καθόλου από τα κλισέ και από την charts λογική. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι ένα από τα δυνατά σημεία του album, μαζί βέβαια με τη γλυκιά και γήιν κιθάρα του Santana, είναι αυτές οι φωνές.

Γιατί η μουσική φλερτάρει πάλι με τα ίδια: latin, funk, pop, με τόνους percussion και επιφανειακούς κουβανέζικους ρυθμούς, πάει να περάσει σε ψευτο-ροκ χωράφια, αλλά αγγίζει τις παρυφές του κιτς, ανεβαίνει στο classical genre με τον Placido Domingo να προσφέρει τη χειρότερη συνεργασία της καριέρας του (το ίδιο ισχύει και για τον Santana), κάνει τον μικρό ελιγμό στα pop charts με το βαρετό "The Game of Love" της Michelle Branch, στρώνει μια AOR λογική σε όλα τα υπόλοιπα, κι έτσι περνά χωρίς ενοχές σε πιο ενδιαφέρουσες afro-latin ασκήσεις, στις οποίες γνωρίζει από την αρχή το αποτέλεσμα και πάει ανάποδα, στη λύση.

Άραγε να είδε ποτέ κοντά κανένα από τους συνεργάτες του; Φαντάζομαι ότι ένα τέτοιο album θα φτιάχνεται από πολλά διαφορετικά σημεία του κόσμου. Ένα πάρτυ που έχει καλέσει την αφρόκρεμα των pop celebrities, από Dido, ως Placido Domingo κι από Musiq, ως Seal, κι εκείνος έχει στρογγυλοκαθίσει ως loser στo υπνοδωμάτιο, αφήνοντας κατά μέρος το ρόλο του ως ψυχή του party.

Κάποια υποδορίως ερωτικά τραγούδια με latin πασαλείματα σημαδεύουν το όλο ακρόαμα, μερικές μικρές εκπλήξεις - παρασπονδίες στο πρωτόκολλο μας θυμίζουν ότι είναι εκεί και σώζουν το δίσκο ελαφρώς καλλιτεχνικά. Το "Amore (Saxo)" με την Macy Gray είναι η συνεργασία που δικαιούται τον τίτλο, το "Foo Foo" είναι ευτυχώς αναίσχυντα πατρινό-καρναβάλι-για-πάντα και διόλου δήθεν, το "Victory Is Won" είναι μια instrumental αιθέρια "μπαλλάντα", που ισορροπεί στην επιφάνεια του latin, του R&B και της jazz, όπως και το "Sideways".

Από εκεί και πέρα, τα πράγματα είτε θα είναι απλώς ανεκτά (ο Enrique Inglesias θα έδινε τα πάντα για να έχει ένα "Let Me Love You Tonight", η Dido δεν μας τα λέει καθόλου καλά με τη ρουτινιάρικη ερμηνεία της στο "Feels Like Fire", αλλά το κομμάτι δεν είναι άσχημο), είτε φρικτά (βλ. συμμετοχές από Domingo, P.O.D. και Chad Kroeger).

Εμπορικά με τόσες συνταγές κάθε αποτυχία θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, κι αν αναρωτιέστε αν υπάρχει ένας δίσκος για να χαρίσετε στις γιορτές χωρίς να μπείτε στη διαδικασία να ακούσετε σχόλια από εκείνους που αγοράζουν μόνο τότε album (τα best, καμια συλλογή με-ότι-χάσαμε κ.ο.κ.), αυτός είναι. Όσο στυλιστικά ανιχνεύσιμος και προβλέψιμος και να είναι, είναι και αποδεκτός σχεδόν στο σύνολό του, βγαίνει και στην κατάλληλη περίοδο -βρε κουτά μου, όλα τα έχει μελετημένα η θαυμαστή μας μουσική βιομηχανία...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured