Περιμέναμε τρία χρόνια για έναν καινούργιο δίσκο από τον Tom Waits και τελικά επιβραβευόμαστε με δύο. Δεν είναι διπλός, είναι δύο διαφορετικοί δίσκοι, τόσο όμοιοι αλλά και τόσο αντίθετοι όσο μία έγχρωμη και μία ίδια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Από τη μία το Blood Money, ολόφρεσκο, σκοτεινό, θορυβώδες, απίστευτα γλυκό και από την άλλη, το Alice, μεθυστικό, σπαραξικάρδιο, γευστικότατο. Η επιλογή δεν είναι απλή. Για ένα ολοκληρωμένο ταξίδι, η αγορά και των δύο είναι επιτακτική. Η αλληλοσυμπλήρωση είναι ίσως η μεγαλύτερη αρετή τούτων των δύο δίσκων και γι’αυτό η δισκοκριτική είναι κοινή, σαν να επρόκειτω για ένα και μοναδικό δημιουργικό επίτευγμα.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι. Το Alice, το χαμένο album του Tom Waits από τα 1992, μετά από μερικές bootleg κυκλοφορίες οι οποίες κατέληξαν στα χέρια των φανατικών, βρήκε τελικά το δρόμο για τα σπίτια μας, αφού τα δικαιώματα τελικά ξεκαθάρισαν. Αντίθετα, το Blood Money, γραμμένο μέσα στον τελευταίο χρόνο, ακούγεται σαν η μηχανή του χρόνου να έχει σταματήσει στα 1984, ανάμεσα στα Swordfishtrombones και Rain Dogs. Aς τα πάρουμε όμως με τη σειρά και ας ξεκινήσουμε χρονολογικά αντίστροφα. Το Blood Money, ακολουθεί τη λατρευτή διαδρομή στους δαίμονες του Waits, τοποθετώντας τα άγρια oompah waltz (Misery is the river of the world, God’s Away On Business, Knife Chase) ανάμεσα στα μελωδικά, μηδενιστικά αριστουργήματα όπως τα All the World Is Green, Lullaby, Woe, The Part You Throw Away. Πότε «ρομαντικός», πότε αδυσώπητος, ο Waits, ηχογραφεί τους σχεδόν deathmetal ήχους του με τόση μαεστρία, κλείνοντας μέσα στη μουσική στίχους που ταλαιπωρούν αλλά και μαγεύουν.

Σε μία προσωπικότητα όμως όπως αυτή του Tom Waits, που στο παρελθόν έχει να επιδείξει παντοδύναμους στίχους σε εξωπραγματική μουσική, η σύγχρονη έμπνευση η οποία αναλώνεται στα ίδια θέματα όπως του θανάτου, του χωρισμού, της εμμονής και της κοινωνικής αλλοτρίωσης, έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, που δύσκολα φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να εξελιχθεί και άλλο. ”I don’t believe you go to heaven when you’re good….Everything goes to hell anyway” εξομολογείται στο Everything Goes To Hell, ανάμεσα σε σαξόφωνα, ακκορντεόν και bongos, αποπνέοντας άμεσα σκληρότητα, σκληρή συμβιβαστικότητα και άκρατο πεσιμισμό. Ομοίως στο “God’s Away On Business” επισημαίνει την αδράνεια της υποτιθέμενης θεϊκής δύναμης στην συνεχόμενη ανέλιξη των ποταπών, των κερδοσκόπων και των «δολοφόνων». Σε όλη όμως αυτή την μίζερη πραγματικότητα, ο σωτήρας δεν είναι ούτε άϋλος ούτε παντοδύναμος. Είναι το αιώνιο γυναικείο χέρι βοηθείας που διαγράφει τις δυσκολίες και υπερνικά τα εμπόδια. Αυτοβιογραφικός ο Waits για ακόμη μία φορά, αλλά αυτό ήταν επόμενο.

To Alice αν και 8 χρόνια προγενέστερο του Blood Money, ηχογραφήθηκε φέτος στο ίδιο στούντιο με το καινούργιο. Το Alice είναι το δεύτερο μέρος μίας τριλογίας όπερας με το πρώτο να είναι το Black Rider (το οποίο φυσικά ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε στα 1993) και το τρίτο το Woyzeck (τα τραγούδια του Blood Money, του οποίου ο πρώτος τίτλος ήταν Red Drum), παράσταση η οποία ανέβηκε στην Κοπεγχάγη στα 2000. Το Alice είναι μία ιστορία βασισμένη στην νοσηρή εμμονή ενός άντρα για ένα κορίτσι. Από το πρώτο ομώνυμο τραγούδι, ο δίσκος ταυτοποιεί την οντότητα του μέσα από αργούς, οικείους, σεξουαλικούς ρυθμούς, οι οποίοι διακόπτονται με σκοπό την καθυστέρηση της κορύφωσης του πάθους.

Oι διάφοροι χαρακτήρες του Waits, όπως ξεδιπλώνονται μέσα από το Alice, περιπλανούνται ανάμεσα στον «πραγματικό» κόσμο, στη Χώρα των Ονείρων και στη Χώρα των Θαυμάτων. Σε ορισμένα τραγούδια δε, η ανθρώπινη υπόσταση αντικαθίσταται όπως στο “Fish and Bird”, στο οποίο ένα πουλί ερωτεύεται μία φαλαίνα, με την τελευταία να του εξηγεί πως ο έρωτας τους δεν έχει πραγματιστική πιθανότητα να τελεσφορήσει αφού αυτή είναι στο νερό και αυτό στον ουρανό. Το πουλάκι εξηγεί, πως όταν αυτό είναι στον ουρανό, η θάλασσα δρα ως καθρέφτης και όταν το φεγγάρι είναι καθαρό, το είδωλο της φάλαινας βρίσκεται μαζί του. Η έκδηλη συναισθηματικότητα του Fish and Bird βέβαια συναντάται και στο “Flower’s Grave” στο οποίο με έναν και μοναδικό στίχο (Νoone puts flowers on a flower’s grave), αντιλαμβανόμαστε την δεινή ικανότητα του Waits να ραγίζει καρδιές.

Στο “Noone Knows I’m Gone”, μέσα από μία ελεγειακή μελωδία, ο Waits, τραγουδά όντας νεκρός, 2 μέτρα κάτω από τη γή, που απολαμβάνει τον ήχο της βροχής, το φως του φεγγαριού και δεν στεναχωριέται. Αντίθετα μάλλον είναι ευχαριστημένος που κανείς δεν ξέρει ότι έχει «φύγει». Όπως θα έχετε καταλάβει, το Alice είναι διάχυτο από τραγικά και θλιμμένα τραγούδια. Τα “Poor Edward” και “Lost in The Harbor” ενισχύουν τούτο τη διαπίστωση ενώ το αριστουργηματικό “Reeperbahn” αποτελεί το αποκορύφωμα όλων, με ένα μελοδραματικό φινάλε διάχυτο από μακάβρια βιολιά και ένα ανατριχιαστικό τραγουδιστικό παραλήρημα.

Οι επιλογές είναι λίγο-πολύ ξεκάθαρες. Αν αναζητάτε σκοτεινά, σκληρά και θορυβώδη τραγούδια, τότε το Blood Money είναι για σας. Αν αντίθετα, προτιμάτε την μελωδική, γλυκιά και ερωτική πλευρά του Waits, τότε το Alice θα σας ανταμοίψει ανιδιοτελώς και αδιάκοπα. Προσωπικά, προτιμώ το Alice, χωρίς όμως να σνομπάρω στο ελάχιστο το αδερφάκι του. Για ολοκληρωτική απόλαυση, αγοράστε και τα δύο. Eίναι το πιο εύκολο παζλ που θα συναντήσετε. Έχει μόνο δύο κομμάτια.

Βαθμός και για τα δύο:

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured