Τις περισσότερες φορές είναι λίγο δύσκολο να ανακαλύψεις τι είναι αυτό που κάνει τους Lamb τόσο ελκυστικούς. Στο ομώνυμο ντεμπούτο τους είχαμε μια διαρκή αναμέτρηση των συχνα ιδιότροπων και στριφνών beats που συνέθεταν το ηχητικό κατασκεύασμα του Andy Barlow με την γλυκιά και εύθραυστη ερμηνεία της Louise Rhodes. Το βιομηχανικό techno εναλλασσόταν με nu-jazz περάσματα και το ευφάνταστο αυτό μείγμα συμπλήρωνε ο λυρισμός της φωνής και των στίχων της Louise.

Στο Fear of Fours, τη δεύτερη δουλειά τους, οι πειραματισμοί περιορίστηκαν κάπως, αλλά ο ήχος διατηρούσε τις δυναμικές εξάρσεις του, δίνοντας περισσότερο χώρο στο jazzy μπάσσο το οποίο κατεύθυνε τις περισσότερες φορές τη μελωδία. Πάνω λοιπόν που νομίσαμε ότι οι Lamb έπιασαν τη συνταγή και πάνω κάτω θα την επανάλαμβαναν στο εξης, να που το What Sound τους βρίσκει σε διαφορετικά μουσικά λειβάδια.

Μπορεί η αλλαγή να οφείλεται στον Guy Sigsworth που εργάστηκε για πρώτη φορά ως (συμ)παραγωγός, μπορεί και οι καλεσμένοι να έβαλαν ένα χεράκι (Michael Franti, Jimi Goodwin των επίσης mancunians Doves, Me'shell Ndegeocello και άλλοι), αν και το πιο πιθανόν είναι να αποφάσισαν οι ίδιοι να απλουστεύσουν λίγο τον ήχο τους και να τιθασεύσουν τις ιδιορυθμίες τους.

Έτσι οι περίεργες εναλλαγές στις οποίες μας ήχαν συνηθήσει δίνουν τη θέση τους σε ambient στρογγυλεμένες μελωδίες ενώ τα breakbeats εξαφανίζονται εντελώς, όπως και τα jazz και techno περάσματα. To κλίμα είναι χαλαρό (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί chill out αν δεν ήταν τόσο μελαγχολικό), με δεμένες και πλούσιες σε ακουστικούς και ηλεκτρονικούς ήχους ενορχηστρώσεις, ενώ το όλο σκηνικό παραπέμπει σε δίσκους σαν το πρόσφατο Vespertine της Bjork.

Το κακό όμως είναι ότι ενώ φαινομενικά τα πράγματα δείχνουν να λειτουργούν άψογα, αυτη η τόσο δύσκολη να εντοπιστεί μαγεία των προηγούμενων ηχογραφήσεων τους, εδώ εισχωρεί μόνο σε μερικά από τα 12 tracks του δίσκου, όπως τα μελωδικά και υποβλητικά Gabriel και One ή το συγκινιτικό I Cry που κλείνει το δίσκο. Στην αντίθετη πλευρά συναντάμε tracks όπως το ανούσιο instrumental Scratch Bass (χιλιόμετρα μακριά από τα πανέξυπνα instrumental των δυο πρώτων δίσκων τους) ή το τυπικό uptempo Sweet.

Εν κατακλείδι το What Sound είναι ένας καλός δίσκος, ατμοσφαιρικός και συχνά ονειρικός, με την Louise Rhodes να κερδίζει πλέον επάξια τον τίτλο της πιο γλυκιάς παρουσίας στην ηλεκτρονική σκηνή. Το κακό είναι όμως οτί του λείπουν τα στοιχεία εκείνα που θα το έκαναν να ξεχωρίσει και πολύ πιθανόν να το ξεχάσουμε αρκετά γρήγορα, κάτι που δε συνέβη με τα δυο προυγούμενα album τους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured