Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα group από το Portland των Ηνωμένων Πολιτειών. Κάποιοι από εμάς τους αγαπήσαμε, τους λατρέψαμε ίσως πιο πολύ από κάθε άλλο σύγχρονο τους group, για να τους αποχαιρετήσουμε, για πάντα από ότι φαίνεται, πριν από σχεδόν ενάμισι χρόνο. Η σπουδαιότερη college indie rock μπάντα της περασμένης δεκαετίας ήταν πια παρελθόν και το ερώτημα που κρεμόταν στα χείλια μας ήταν ένα: Μέτα τους Pavement τί;
Ο χαρισματικος μπροστάρης του group όμως είχε την απάντηση έτοιμη. Πριν ακόμα διαλυθεί επίσημα το group, o Stephen Malkmus ετοίμαζε το πανούργο σχέδιό του για την πρώτη solo δισκογραφική του δουλειά. Είχε ήδη γράψει 2-3 τραγούδια, τα οποία τα έκρυψε από τα υπόλοιπα μέλη της τότε μουσικής παρέας του, και τα κράτησε για προσωπική του χρήση. Βλέπετε, ο Malkmus, όσο και αν δεν του φαίνεται στις όποιες δηλώσεις και συνεντεύξεις του, γνωρίζει πολύ καλά τις ιδιαίτερες ικανότητες του, αλλά πολύ περισσότερο τις προσδοκίες που θα έχουμε όλοι εμείς οι θαυμαστές του από κάθε του νέο βήμα.
Το επώνυμο album του Stephen Malkmus γεννήθηκε ένα σχεδόν χρόνο πριν, και σε πολύ χαλαρούς ρυθμούς ολοκληρώθηκε αρκετούς μήνες αργότερα σε διάφορα studios του Portland. Οι δύο μουσικοί που τον συντρόφευσαν ήταν η φίλη του Stephen και μεγάλος αντιπαλός του στο Scrabble, Joanna Bolm στο μπάσο, ένας από τους πιο παλιούς φίλους του, ο John Moen στα drums καθώς και η κοπέλα του Malkmus, Heather σε αρκετά δεύτερα φωνητικά.
Τα δώδεκα τραγούδια, κύριο αποτέλεσμα αυτής της χημείας, δικαιώνουν τον Malkmus. Χωρίς βέβαια να απομακρύνονται από τον ήχο που χαρακτήριζε το πρώην group του, κάτι που ποτέ δεν θέλησε και ο ίδιος, το album στο συνολό του έχει τα χαρακτηριστικά μίας πιο προσωπικής προσπάθειας... Zεστό και με υπόνοιες μελαγχολίας, η οποία βέβαια καμουφλάρεται ανάμεσα στις πάντα σουρεαλιστικές και γλυκιές ιστορίες που αφηγείται ο δημιουργός του.
Το Black Book που ανοίγει το album έχει χαραγμένο πάνω του τον χαρακτηρισμό classic, με τον Malkmus να φλερτάρει με τον πιο σκοτεινό εαυτό του, ενώ το επόμενο track, το πανέμορφο Phantasies, βρίσκεται στον αντίποδα, με μία αν μη τι άλλο χιουμοριστική ατμόσφαιρα να μας ταξιδεύει σε ένα ζευγάρι που ζει στην Alaska και σκέφτεται να παρατήσει τα huskies του και να μετακομίσει κάπου με τροπικό κλίμα.
Στη συνέχεια παρεμβάλλεται ένα κομμάτι από μία συνέντευξη ενός ηθοποιού ο οποίος τονίζει το ότι το ξύρισμα του κεφαλιού του επέδρασε στην απελευθέρωση από όλες τις ηλίθιες ματαιοδοξίες. Όχι δεν μιλάει ο Γκουσγκούνης, αλλά ο Yul Brynner, του οποίου τη θέση παίρνει ο Malkmus στο Jo-Jo's Jacket που ακολουθεί. Από την άλλη, στο The Hook, νομίζεις ότι ακούς ένα τραγούδι του Lou Reed, έως ότου καταλάβεις ότι ο τραγουδοποιός αναφέρει την ιστορία του, ως κάποιου που απήγαγαν στα 18 του χρόνια Τούρκοι πειρατές στην Μεσόγειο, στα 25 τον σέβονταν ως έναν από αυτούς και στα 31 είχε ανακηρυχθεί καπετάνιος τους και αισθανόταν σαν τον γιο του Ποσειδώνα.
Στο Church In White, ο ρυθμός πέφτει, αλλά η συνθετική ομορφιά κορυφώνεται με τα φωνητικά να μουρμουρίζουν υπνωτικά και την κιθάρα να απλώνεται σαν ένα μεταξένιο πέπλο, ενώ το Discretion Grove, κακώς κατά τη γνώμη μου θα είναι το πρώτο single που θα βγει από το album στα τέλη Ιανουαρίου, αφού είναι η πιο άσχημη στιγμή του.
Το Troubbble είναι ένα μικρό διαμαντάκι, αφού δεν ξεπερνάει τα 100 δευτερόλεπτα -θυμίζει τις καλές στιγμές των Pixies. Το Pink India, η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση -κοντά στα έξι λεπτά- είναι ενα τραγούδι για κάποιον Mortimer από το Stoke-On-Trent ο οποίος ταξιδεύει ως την μακρινή Ινδία. Στηρίζεται, δε, σε ένα εξαίσιο επαναλαμβανόμενο ρυθμό από την ακουστική κιθάρα.
Το Trojan Curfew είναι άλλο ένα τραγούδι με πανέξυπνο θέμα, από αυτά που σίγουρα δεν συναντάς συχνά, ξεκινώντας από την Τροία και τις θυσίες που περίμεναν με ανυπομονησία οι Ολύμπιοι Θεοί από τους θνητούς, καθώς έπιναν στην υγειά του Αγαμέμνωνα. Το Vague Space που ακολουθεί είναι ένα από τα πιο προσωπικά τραγούδια του δίσκου, ενώ η ιστορία του περίεργου ερωτικού ζευγαριού ενός πλούσιου κοριτσιού και του γιου ενός υπαλλήλου της Coca-Cola, στο Jennifer And The Ess-Dog, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό δείγμα της φοβερής ικανότητας του Malkmus να αφηγείται μικρές ιστορίες.
Το Deado κλείνει το album με τον καλύτερο τρόπο, με τα ατμοσφαιρικά, λίγο ψυχεδελικά φωνητικά, κι εμείς βγάζουμε το συμπέρασμα ότι εάν ο Stephen Malkmus συνεχίσει να ηχογραφεί τέτοια μικρά αριστουργήματα, δεν θα μας λείψει και πάρα πολύ το παλιό group του (σίγουρα θα το αναπολούμε κάποιες στιγμές βέβαια). Διότι αναμφισβήτητα, το καλό όταν ένας τραγουδοποιός δρα αυτόνομος, είναι ότι έχει τη δυνατότητα να ηχογραφεί τα τραγούδια που έγραψε όπως ακριβώς ο ίδιος τα συνέλαβε. Όχι βέβαια, ότι οι προσθήκες των υπολοίπων Pavement έβλαψαν τα τραγούδια που έγραφε ο Malkmus, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά όπως και να το κάνουμε ίσως πλέον είναι καλύτερα για τον Stephen να μπορεί να εκφραστεί όπως εκείνος επιθυμεί, χωρίς, κυρίως τον εκλεκτισμό και τον πειραματισμό που πρόσθεταν στα τραγούδια ο Bob Nastanovich και ο Steve West. Κάτι που φαίνεται από αυτά τα πανέμορφα τραγούδια του πρώτου αγαπημένου album του 2001.
Και να φανταστεί κανείς, ότι με το πρώτο άκουσμα είχα ελαφρώς απογοητευτεί. Μα πόσο λάθος έκανα…