Κοιτάζοντας πίσω το 2000, τώρα που διανύουμε τις τελευταίες μέρες του, μπορούμε να διακρίνουμε με άνεση ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των κυκλοφοριών που μας έκαναν εντύπωση και αγαπήσαμε φέτος μας ήρθε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με το album των πρωτοεμφανιζόμενων The Kingsbury Manx ολοκληρώνεται, εκτός απροόπτου, μία σειρά από αριστουργηματικές στιγμές που παρουσίασε το Avopolis φέτος από την ποιοτική πλευρά της Αμερικάνικης μουσικής, ένα album το οποίο κερδίζει με άνεση, για μένα προσωπικά, τον τίτλο του ντεμπούτου της χρονιάς όσον αφορά τις εξ Αμερικής κυκλοφορίες.
Οι τέσσερις μουσικοί των The Kingsbury Manx μας έρχονται από το Chappel Hill της Βόρειας Carolina. Ο μύθος λέει ότι, όταν πρωτομοίρασαν το album που παρουσιάζουμε σήμερα, στον τοπικό Τύπο της πόλης τους, προτού αποκτήσουν παναμερικάνικη διανομή, οι μουσικοκριτικοί αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι επρόκειτο για πρώτη δισκογραφική προσπάθεια ενός τοπικού group. Αντίθετα άφηναν να εννοηθεί ότι ίσως πρόκειται για side project κάποιου καταξιωμένου καλλιτέχνη, o οποίος κρύβεται πίσω από αυτό το μυστηριώδες όνομα.
Πραγματικά δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ακούγοντας το album των The Kingsbury Manx ότι είναι ένα ντεμπούτο album. Καλογυαλισμένο, με εξαιρετική παραγωγή, και πάνω από όλα 12 αριστουργηματικά κομμάτια, συνθέτουν ένα παρά πολύ ώριμο album με σχεδόν μηδαμινές αδυναμίες. Από το πρώτο τραγούδι, το Pageant Square, με την κυκλική μελωδία εώς το κλείσιμο, το ταξιδιάρικο Silver Trees, οι The Kingsbury Manx ανακατεύουν την ψυχεδελική pop με την Αμερικάνικη μουσική παράδοση, μέσα από πειραματισμούς και ιδιοφυείς μελωδίες. Με σημεία αναφοράς αδιαμφισβήτητα τους Beach Boys, τον Van Dyke Parks, τους Byrds και τους Simon & Garfunkel και επηρεασμένοι επίσης από σύγχρονους πειραματιστές όπως οι Beta Band, ο Badly Drawn Boy αλλά και οι Tortoise, οι The Kingsbury Manx παίρνουν κάτι από όλους, τους μεταπλάθουν, προσθέτουν τα δικά τους ιδιαίτερα υλικά και μαγεύουν με την πολύπλοκη απλοϊκότητά τους.
H μαγευτική πολυμορφία του album αλλά και η σιγουριά των τεσσάρων εξαίρετων Kingsbury Manx φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα ακούγοντας το πέμπτο και το έκτο τραγούδι του album. To μεγαλειώδες, σε επικές διαστάσεις, Blue Eurasians ακολουθείται από το γυμνό acapella Hawaii In Ten Seconds. Αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε αυτά τα δύο τραγούδια, το ίδιο γενικότερα συμβαίνει και σε όλο το album. Ακούγοντας τα αιθέρια φωνητικά, τις slide και τις ακουστικές κιθάρες και τα ρυθμικά κρουστά, ο ακροατής έχει την αίσθηση ότι ταξιδεύει, ανεβαίνει και κατεβαίνει λόφους, ανακαλύπτει κρυφά οροπέδια, όπου και ξαποσταίνει ώσπου να συνεχίσει την πορεία του.
Εύχομαι η πορεία των The Kingsbury Manx να μην βρει εμπόδια, να συνεχίσει και να προσφέρει, αν είναι αυτό δυνατό, και άλλα μαγευτικά album σαν και αυτό που θα καταλάβει μία από τις υψηλότερες θέσεις στην λίστα με τα προσωπικά αγαπημένα albums της χρονιάς.
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights