Το επαναστατικό hip-hop βρήκε ένα ιδιότυπο μανιφέστο στο ντεμπούτο των Wu-Tang Clan στα 1993, Enter the Wu-Tang (36 Chambers), το οποίο τίναξε στα ύψη και τις ατομικές φιλοδοξίες της πολυμελούς κολλεκτίβας που το αποτελούσε. Τα πανταχού παρόντα kung fu samples, η έλλειψη ρεφρέν, η μοιρασιά του μικροφώνου ανάμεσά τους σε σημείο να ακούγονται όλοι μαζί σε ένα κομμάτι, ο ιδιαίτερος, τραχύς ήχος, σε αντιδιαστολή με το g-funk που επικρατούσε τότε, τους έκαναν τότε το πιο αξιόλογο και ξεχωριστό hip-hop group της χρονιάς.
Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετία του 90, οι Wu-Tang Clan ηταν απλώς από τα πιο επιδραστικά groups στο χώρο, με ατομικά projects στα οποία βέβαια είχαμε συνεργασίες και με τους άλλους της παρέας, ενώ η δημοτικότητά τους επέτρεπε να ασχοληθούν (καλώς ή κακώς) και με άλλα πράγματα, επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους: Από καταστήματα ρούχων (Wu-Wear) και μια εταιρία management (Wu-Tang Management), ως διάφορες δισκογραφικές (Protect Ya Neck Records, Hot Wax, Wu-Tang Records και Razor Sharp) δημιουργήθηκαν ή/και πέρασαν από τα χεράκια τους.
Το δεύτερο album τους ήταν το διπλό Wu-Tang Forever (1997), το οποίο ήταν φυσικό να χάνει κάτι από την ορμή και του ζωντάνια του πρωτάρη. Το Wu-Tang Forever δε δικαίωσε τη μεγάλη προσμονή και το hype που το ακολουθούσε - ίσως πάλι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα υπέρογκο σε χρονική διάρκεια υλικό (δύο ώρες συνολικά) έχασαν τον έλεγχο και στρίμωξαν αρκετές μέτριες στιγμές. Ακόμα όμως πιο καταστροφική ήταν η περιοδεία που άρχισαν με τους Rage Against the Machine το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, η οποία δεν έμελλε να λήξει ποτέ μαζί τους. Ημερομηνίες ακυρώνονταν, οι ίδιοι δεν ήταν συνεπείς και τελικά οι Rage έφεραν τους Roots ως αντικαταστάτες.
Αν και οι ίδιοι δεν εμφανίστηκαν ως group για 3 χρόνια σχεδόν ζωντανά, τα solo project τους συνέχιζαν να απασχολούν τη hip-hop κοινότητα και τη συν αυτώ βιομηχανία. Ο μύθος, μάλλον χτισμένος στα παλιά, τους έκανε από comic (Nine Rings of the Wu-Tang), ως video game (Wu-Tang: Shaolin Style). Παρ'όλα αυτά, από τότε σπάνια τα solo project τους υπόσχονταν και εκπληρούσαν κάτι, ενώ η ατέλειωτη σειρά κυκλοφοριών χωρίς ιδιαίτερη ουσία έδειχνε να κουράζει. Μόνο το φετινό album του Ghostface Killah, Supreme Clientele, μας άνοιξε την όρεξη και στρώσαμε το τραπέζι για να υποδεχτούμε και πάλι ζεστά τη νέα κυκλοφορία των Wu-Tang Clan.
Ας τη δούμε όμως αναλυτικά. H πρώτη εντύπωση είναι ότι πλέον όλη αυτή η πολυμελής ομάδα δεν έχει και πολλά κοινά, κι αυτή η ενότητα, αλλά και η αίσθηση ότι κάτι νέο, καλό και επαναστατικό κυοφορείται δεν υπάρχει. Αυτό συνιστά σώνει και καλά ένα κακό album; Όχι δα...
Έτσι κι αλλιώς τα ηχητικά ηνία ανήκουν και πάλι στον τρελό αλλά πολύ ταλαντούχο παραγωγό RZA και ο (τυπικός) τίτλος του χαρισματικού "leader" ανήκει στον Method Man. Από την άλλη, ο Ol' Dirty Bastard, o oποίος μας απασχόλησε αρκούντως με τα "ρωχαμικά" τερτίπια του (το πρωι κρατούμενος, το βράδυ performer) λάμπει αναμενόμενα δια της απουσίας του στο μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, εμφανιζόμενος στο catchy "Conditioner" με τον Snoop Dogg, σε μια lo-fi, κυριολεκτικά, ηχογράφηση.
Η γλυκιά φωνή του Method Man διαπερνά τα "Redbull" και "Do You Really (Thang, Thang)", η slang περιορίζεται κάπως και ο ήχος βασίζεται περισσότερο στη μελωδία.
Kαλή στιγμή το "I Can't Go to Sleep" που πατάει πάνω στο "Walk On By" του Isaac Hayes, ενώ στο "One Blood" o Junior Reid ξαναδουλεύει το ομώνυμο κομμάτι του με ευχάριστα αποτελέσματα. Το team περνάει από διαφορετικούς σταθμούς επιδιώκοντας να ακουστεί πολυσυλλεκτικό. Η 80s γεύση του "Protect Ya Neck (The Jump Off)", τα blues του Raekwon "Hollow Bones" κάνουν τη βόλτα τους στους γνωστούς επικίνδυνους δρόμους της πόλης και το "Gravel Pit" μας γυρίζει δεκαετίες πίσω, με τα ξεχωριστά σύνθι του RZA.
Ουσιαστικά βέβαια 5-6 είναι τα κομμάτια που στέκονται στο ύψος των προσδοκιών μας. Έξι κομμάτια που ίσως να έφτιαχναν ένα πανέμορφο EP. Προς το παρόν όμως έχουμε ένα album με ...κοιλιές. Δεν μας απασχολεί όμως και ιδιαίτερα. Άλλωστε οι καιροί έχουν αλλάξει, οι ίδιοι έχουν αλλάξει, και είναι απορίας άξιο πως στάθηκαν έστω και για λίγο στο ύψος των περιστάσεων. Ίσως, μάλιστα, η μελαγχολία -προσωπική και πολιτική- που εκπέμπουν πολλά κομμάτια να μην είναι τυχαία...
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights