Για κάθε Greg Dulli υπάρχει και ένας Fred Durst στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Για κάθε σκοτεινό, μυστηριώδη και ειλικρινή μουσικό που σε κάθε δισκογραφική δουλειά του μας παραδίδει ένα κομμάτι από την ψυχή του, υπάρχει και κάποιος σαν τον φίλο μας τον Fred. Όσο και αν θεωρείται ένας από τους κυριότερους αντιπροσώπους μίας ολόκληρης γενιάς και ειδικότερα αρκετών Αμερικανών, και με το group του να είναι ίσως το πιο δημοφιλές αυτή τη στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες, εμείς, βλέποντας τα πράγματα από κάποια διαφορετική γωνία και έχοντας τη δυνατότητα να κρίνουμε αυτό το οποίο αντιπροσωπεύει, δεν παύουμε πάντα να κοιτάμε τον Fred και την παρέα του με κάποια καχυποψία.
Ερχόμενοι λοιπόν στο τρίτο album των Bizkit θα μπορούσαμε κατ'αρχάς να παρατηρήσουμε ότι προσπαθώντας να κερδίσουν και κάποιους παραπάνω φίλους, ειδικότερα τους πιο "παραδοσιακούς" φίλους του σκληρού ήχου, επιστρατεύουν μερικούς σημαντικούς Αμερικάνους παραγωγούς για να τους βοηθήσουν, σαν τον Terry Dale, τον Josh Abraham αλλά και τον Scott Weiland, του οποίου οι πινελιές φαίνονται ξεκάθαρα στο σκοτεινό My Way. Αφήνουν στην άκρη το αφελές πολλές φορές rap/metal για κάποια πιο πειραματικά περάσματα, παίζοντας από τον ηλεκτρονικό ήχο μέχρι το βρώμικο underground hip hop.
Για να καταλάβετε πόσο προσπαθεί ο Durst να διευρύνει τον ήχο του, αλλά και να αυξήσει το ακροατήριό του, από τη μια πλευρά το Hold On θα μπορούσε άνετα να ήταν σε κάποιο album των Stone Temple Pilots, και από την άλλη το Rollin -στο οποίο την παράσταση κλέβει ο DMX- θα μπορούσε να θεωρηθεί μία από τις καλύτερες στιγμές του τελευταίου.
Βέβαια δεν λείπουν και τα κλασσικά Bizkit κομμάτια - η χαρά του πιτσιρικά, ο τρόμος της μαμάς. Το χιλιοακουσμένο Take A Look Around από το soundtrack του ΜΙ2, εκμεταλεύεται το κλασικό θέμα, με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα και το My Generation, καμία σχέση βέβαια με το ομότιτλο των The Who, θέλει να θεωρηθεί λογικά ο "ύμνος" για αρκετούς πιτσιρικάδες skateboarders. Εντύπωση προκαλεί αμέσως και το Hot Dog, στο οποίο σας προκαλώ να μετρήσετε πόσα πράγματα στη ζωή του ο Fred θεωρεί Fucked Up. Πιστέψτε με θα χάσετε τον λογαριασμό. Όχι και ότι περιμένω βέβαια η στιχουργική ικανότητα του Durst να έχει επηρεαστεί από την ποίηση του James Joyce, αλλά μην το ξεφτιλίζουμε κιόλας.
Γενικά, παρά τα όσα στοιχεία αυτού του album που φαίνεται να ενοχλούν, πρέπει να παραδεχτούμε τους Bizkit, για το συνολικό αποτέλεσμα και για το ότι πετυχαίνουν να κυκλοφορήσουν ένα album με πολύ καλά singles κράχτες, που θα ενθουσιάσουν τους φίλους τους, εξασφαλίζοντας την εμπορική επιτυχία, ικανοποιώντας τα συναισθήματα των πιτσιρικάδων που γουστάρουν να τα βλέπουν όλα "fucked up", την κοινωνία εναντίον τους, και γενικότερα παρουσιάζοντας μία μηδενιστική, απλοϊκότατη και άκρως ανώριμη νοοτροπία απέναντι στη ζωή.
Στόχος επετεύχθη δηλαδή.
Όσο για τον περίεργο τίτλο του album; Θα σας εξηγούσα αλλά δεν μου το επιτρέπει η ανατροφή μου. Τα παλιόπαιδα...
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights