Η Madonna τελικά έχει αντιληφθεί κάτι που διαφεύγει από τους περισσότερους. Η κακιές επιλογές καριέρας βοηθούν τις επόμενες καλές να μοιάζουν απίστευτα καλές. Έτσι λοιπόν μετά από διάφορες μέτριες δουλειές και κακιές κινηματογραφικές ερμηνείες ήρθε το Ray Of Light, το οποίο μας έκανε να απορήσουμε για το τι ακούμε. Το Ray of Light ήταν ίσως ένα από τα καλύτερα mainstream album της δεκαετίας του 90, κομμένο και ραμμένο για όλους, με δική του, όμως, αξιοπρόσεκτη (αν και στρογγυλοποιημένη) αισθητική και μια περίεργη ζεστασιά που έβγαζαν τα κόλπα του William Orbit, αφήνοντας παράλληλα ένα γλυκά μελαγχολικό τόνο ανά στιγμές.
Το ηλεκτρονικό τοπίο του Ray of Light βρίσκει τη συνέχειά του στο νέο πόνημα της κυρίας Ciccone, αυτή τη φορά όχι μόνο με τη βοήθεια του Orbit αλλά μαζί με τα συνθετικά electro dance εργαλεία του Γάλλου Mirwais Ahmadzai, όπως ήδη θα γνωρίζετε από την απίστευτη προώθηση, ακόμα και από τα βραδινά δελτία ειδήσεων.
Αυτό που μπορεί να πει κανείς χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, είναι ότι και πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα καλό mainstream pop album, στο οποίο και πάλι ιθύνων νους είναι η ίδια η Madonna -ούτε ο Orbit, ούτε ο Mirwais. Αυτή κατορθώνει να τους εντάξει στη μουσική της, αντλώντας τους έξυπνους electro-funk ήχους και τα βαθιά beats τους, προκειμένου να ντύσει τις μη βαθιές στιχουργικές και συνθετικές της σκέψεις. Υπάρχουν, βέβαια, εκπληκτικές στιγμές όπως το "Paradise (Not for Me)", ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά κομμάτια που μας έχει χαρίσει ποτέ, και το "Gone", το οποίο μας θυμίζει τις καλές στιγμές της Tori Amos, όμως ο ρόλος της εμπνευσμένης παραγωγής μοιάζει να είναι η πρόκληση ενδιαφέροντος σε ένα υλικό που δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο.
Μάλιστα ο William Orbit καταφέρνει το ...ακατόρθωτο, συμμετέχοντας στα πέντε χειρότερα κομμάτια του δίσκου. Ή μήπως δεν είναι τυχαίο; Οι πρόσφατες συνεργασίες του με τις All Saints κάτι πρέπει να μας λένε. Δυστυχώς, ο William επέλεξε μια επιτυχημένη φόρμουλα την οποία κατάντησε μανιέρα που διαρκώς επαναλαμβάνει.
Ο Mirwais, από την άλλη φαίνεται να βρίσκεται στα νερά και στις τρεις κατηγορίες τραγουδιών που αναλαμβάνει. Με κοινό άξονα το 80s electro και house, άλλοτε επιδίδεται σε αργόσυρτα funk grooves, άλλοτε καταφεύγει σε funky disco απόπειρες που φέρνουν στο μυαλό Daft Punk, και άλλοτε δείχνει τη λατρεία του για τη folktronika, ανακατεύοντας μελωδίες που έχουν γραφεί για ακουστικές κιθάρες με retro R&B ήχους, ρομποτικά beatbox, χαλαρωμένα φωνητικά που αναδύονται από vocoder, ηλεκτρονικές σειρήνες και άλλα συναφή κόλπα που δίνουν ένα ξεχωριστό groove.
Έτσι λοιπόν αυτό που μένει είναι το contrast. Αδιάφορο υλικό και κλισέ παραγωγή από τον ένα παραγωγό, ανώτερο υλικό και super παραγωγή -που το απογειώνει ακόμα περισσότερο- από τον Mirwais. Σε καμία περίπτωση, όμως, το "Music" -ως σύνολο- δεν δικαιολογεί όλο αυτό το hype που το ακολουθεί...
Δε συμφωνείς; Γράψε το δικό σου review!
Copyright (C) 1996-2000 - Avopolis. All Rights