"Oι αγγλικές μπάντες δεν παίρνουν αρκετό ρίσκο όσο έχουν έτοιμη τη φόρμουλα. Να γιατί οι Beatles είναι η κορυφαία μπάντα όλων των εποχών, είναι γιατί απλά το έκαναν. Είναι μια τέχνη που έχει πια ξεχαστεί", δήλωσαν πρόσφατα σε συνέντευξή τους οι Blur, μια δήλωση αρκετά χρήσιμη στην αποκρυπτογράφηση της avant-garde, πειραματικής και εξελισσόμενης διαστρέβλωσης της αρχικής τους εικόνας.
Με δύο μόλις album οι Blur κατάφεραν τα ακατόρθωτα, εξανεμίζοντας διαμορφωμένες απόψεις τεσσάρων album. Ακούγοντας όμως το "13", καταλαβαίνει κανείς ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα από την επιτηδευμένη επίδειξη των ηχητικών τεχνοτροπικών εξερευνήσεων μιας μπάντας, ειδικά όταν δεν συνοδεύονται από ισχυρές συνθέσεις.
Η επιστροφή των Blur χαρακτηρίστηκε καταρχήν από τη λύση της πολύχρονης συνεργασίας τους με τον παραγωγό Stephen Street. Οπως δήλωσε πρόσφατα ο Graham, "οι Blur δεν είχαν να μάθουν περισσότερα από τον Stephen Street", τον άνθρωπο δηλαδή που έκανε παραγωγή σε όλα τα albums των Blur από το "She's So High" του 1990. Ετσι προτίμησαν τον William Orbit, ένα παραγωγό που συνεχώς ανεβάζει τις μετοχές του στο ηλεκτρονικό χρηματιστήριο, και που έχει δουλέψει με ονόματα όπως ο Peter Gabriel, η Madonna και ο Seal. Τη δουλειά του άλλωστε είχαν ήδη εκτιμήσει από τα remix του στο "Bustin + Dronin". Η κριτική του νέου album των Blur, δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην ξεκινήσει από τον παραγωγό μιας και το τελικό στάδιο της δημιουργίας του "13" είναι -δυστυχώς- και η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή του.
Το album ξεκινάει με τους folk και gospel πειραματισμούς του πρώτου single "Tender": Χορωδιακά φωνητικά (με 40μελή χορωδία) σε μια αναίτια τραβηγμένη χρονικά σύνθεση και τη φωνή του Damon είτε να μην "κολλάει" στη μελωδία, είτε να υπερβάλλει εαυτόν προκειμένου να ανταπεξέλθει. H αδέξια στυλιστική συγγένεια με το "Give Peace A Chance" και τους country πειραματισμούς του Beck βέβαια μπορεί να αναφερθεί επίσης χωρίς αναστολές.
Το "Coffee & TV" πλησιάζει την παραδοσιακή εικόνα των Blur επί Stephen Street. Πρόκειται για ένα upbeat pop κομμάτι με τον Graham να γράφει και να τραγουδάει στίχους όπως: "Sociability, is hard enough for me, take me away from this big bad world...". Το "Swamp Song" είναι αστραφτερό, αμερικανίζον και δραματικό με επαναλαμβανόμενες κιθάρες, το "B.L.U.R.E.M.I." είναι ένα death θορυβώδες φρενοκομείο, ενώ το "Battle" διακρίνεται για το ονειρικό dub του στα πρότυπα των Unkle.
Το "Mellow Song" ξεκινάει αργά και υπνωτικά με τον Damon να παίζει τις ακουστικές κιθάρες και εξελίσσεται σε κάτι άλλο, το "Trailer Park" απλώνει μεταλλικά keyboards σε trip hop background, το "Caramel" ανήκει στη μετα progressive εποχή με μπόλικη δόση από Pink Floyd, ενώ το "Trimm Trabb" μπορεί να χαρακτηριστεί από μελαγχολικό εώς κλειστοφοβικό, με όμορφη ακουστική κιθάρα και πειραγμένα drums.
Αυτό που ξεχωρίζει όμως είναι το "No Distance Left To Run", ένα κλασικό ερωτικό τραγούδι με στίχους όπως: "It's over, there's no need to tell me, hope you're with someone who makes you safe in your sleep ... When you see me, please turn your back and walk away - I don't want to see you". Ο Damon της εύχεται στην καλή του να βρει κάποιον που θα την προσέχει πιο πολύ, κάποιον που "stays around, spends more time with you".
Οι στίχοι, τόσο στο συγκεκριμένο κομμάτι, όσο και σε όλο το album, είναι προσωπικοί και αναφέρονται στη σχέση του Damon με την Justine Frischmann, μια σχέση η οποία έλαβε τέλος την περσινή χρονιά. Οπως ισχυρίζεται και ο ίδιος ο Damon, "ο δίσκος αυτός προβάλλει τόσο τη θετική, όσο και την αρνητική πλευρά αυτής της σχέσης"... Το album κλείνει με το "Optigan 1" ένα instrumental με ασταμάτητους ήχους από καμπάνες που αναλαμβάνει την έξοδο από το στυλιστικό trip τους.
Οσο μουσικά ευλίγιστο και στυλιστικά ενδιαφέρον κι αν είναι το "13", δεν παύει να είναι απρόσωπο και ημιτελές: Iδέες ρίχονται εδώ κι εκεί χωρίς καμιά ιδιαίτερη λογική... Το album, με τη βοήθεια μιας ανελέητης διαδρομής μεταξύ κορυφαίων μουσικών σταθμών του παρεθόντος, αλλά και τις σύγχρονες ηλεκτρονικές διαστρεβλώσεις του μάγου William Orbit, προκαλεί ακραίες ψυχικές και σωματικές αντιδράσεις: Ή θα μπεις στο trip ή θα εγκαταλείψεις με μια σακούλα εμετού στο στόμα. Οι αντιδράσεις αυτές όμως έχουν άμεση σχέση και με το περιεχόμενο, τη λέξη κλειδί, πέρα από φιοριτούρες. Κι όταν δεν υπάρχει περιεχόμενο, όταν δεν υπάρχει ουσιαστικό ψυχικό ή έστω εγκεφαλικό άγγιγμα, στο τέλος μένουν απλά τα συγχαρητήρια για τη λήψη του ρίσκου.