Οι Πανκς δεν πεθαίνουν! Αναφωνούσε το εμβληματικό ρητό, και όπως έχει διαπιστωθεί με δύο τουλάχιστον μέχρι σήμερα αναβιώσεις μετά την αλλαγή της χιλιετίας, το ίδιο ισχύει, αν όχι περισσότερο, για το πνευματικό της τέκνο, την post-punk.
Καθοριστικό ρόλο στην αειθαλή φύση της post-punk, πέρα από τη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι κοινωνικές συνθήκες που βιώνουμε, που όσο κι αν βελτιώνονται ο ρυθμός δεν είναι αρκετός να ελλατώσει, φαίνεται πως έπαιξαν και τα θολά όρια που είχε διαχρονικά αυτή η ταμπέλα, επιτρέποντας πλειάδα μεταλλάξεων μέσα στις τόσες δεκαετίες. Όλα δείχνουν πως μια τέτοια συντελείται μάλιστα την περίοδο που διανύουμε, αυτής της παρατεταμένης τελευταίας αναβίωσης, οπου παρατηρούμε τις ανερχόμενες ή/και ηγετικές φυσιογνωμίες της σκηνής να προσαρμόστηκαν, στρέφονταςτο βλέμμα (και ήχο) προς άλλες κατευθύνσεις.
Σε πλήρη αντίθεση με αυτή την τάση (στο κάτω κάτω τί πιο punk απο την αντίδραση;) φαίνεται πως κινήθηκαν συνειδητά ή ασυνείδητα οι Notowns στο ντεμπούτο άλμπουμ τους Joyride. Σχηματισμένοι μόλις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, φαίνεται πως αξιοποίησαν όλη την αρνητική διάθεση και περίσσεια ελλείψει εκτόνωσης στην καραντίνα ενέργεια και τα διοχέτευσαν στη μουσική τους. Είναι αυτή η προαναφερθείσα δυσαρέσκεια που διέπει τα κομμάτια του άλμπουμ, προερχόμενη από την απηύδηση με φαινόμενα σαν τον καταναλωτισμό ("Koakola"), την εργασιακή εκμετάλλευση ("Beware"), την οικολογική καταστροφή ("Heatwave"), το αφιλόξενο αστικό περιβάλλον ("Midnight Shift"), τον εγκλεισμό ("Twilight Zone"), όλα αυτά για τα οποία θα ευχόμασταν να μη μπορούσαμε να νοιώσουμε ενσυναίσθηση αλλά δυστυχώς μας είναι πολύ γνώριμα.
Κι είναι παραδοσιακές post-punk αξίες (αν δεν είναι οξύμωρο αυτό) που συναντάμε στο Joyride, φωναχτά τεταμένα φωνητικά, οξείες και νευρωτικές κιθάρες, δυναμικές και groovy μπασογραμμές, μετρονομικούς και χορευτικούς ρυθμούς από το drum machine. Όμως το τρίο, πιστοί στο DIY πνεύμα της σκηνής από όπου προέρχονται κι αναλαμβάνοντας όλα τα καθήκοντα, από την ηχογράφηση, την παραγωγή, μέχρι και τη μίξη, επέλεξαν κι ένα αντίστοιχα παραδοσιακό «θερμό», αναλογικό ήχο που μεν εξυπηρετεί άψογα τη μουσική, ίσως να καταδικάζει δε τα φωνητικά με την επιλογή να ακούγονται σαν να έρχονται μέσα από κάποιο σπήλαιο, ειδικά όταν δεν διαφοροποιούνται σε ύφος τόσο όσο κι η μουσική από κομμάτι σε κομμάτι. Αλλά κι αυτή η στυλιστική επιλογή συμβαδίζει με την γενικότερη αίσθηση που δίνει το Joyride, που ακούγεται λες και πρόκειται για κάποια προ 40 ετών χαμένη κυκλοφορία της Creep Records που είδε το φως πάνω στην ώρα για την πρόσφατη επέτειο ίδρυσης της εμβληματικής εταιρείας.