Κάθε καλοκαίρι κάνω την ίδια σκέψη: Πώς γίνεται κι αφήνουμε, οι άνθρωποι, να περνάει χρόνος ολόκληρος από την τελευταία φορά που ξαπλώσαμε ανάσκελα να χαζέψουμε τον ουρανό με τ’άστρα; Σε μια εποχή που απαιτεί διαρκώς την προσοχή μας και μια ιλιγγιώδη καθημερινότητα που μας έχει προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα διαχείρισης χρόνου, το να προλαβαίνει κανείς να εστιάζει στη «γείωσή» του, στην απερίσπαστη επαφή με τον περίγυρό του και τον εαυτό του έχει καταντήσει χίπικη παραξενιά, new age ιδιοτροπία, σπάνια πολυτέλεια.
Το Από Μακριά του πρωτοεμφανιζόμενου Lorqa ξεκινά με «βαβούρα καθημερινότητας». Ένα αγόρι και ένα κορίτσι τα λένε, κουτσομπολεύουν, γελάνε -ξεχωρίζουν οι φράσεις «ρε φίλε», «άμα κι αυτός γουστάρει»- δεν είναι σαφές το τι συζητούν, μα η ομιλία τους διακόπτεται και η μουσική που βρισκόταν στο φόντο, τώρα μπαίνει σε πρώτο πλάνο. Και όσο εκείνη δυναμώνει, η ομιλία σβήνει τελείως και μπροστά βγαίνει μια, μόνο, φωνή, η εσωτερική: «πολύ μεγάλο πόνο έχω μέσα στην καρδιά». Το τραγούδι λέγεται «(Φωτιά)», έτσι, με την παρένθεση.
Ο Lorqa τα τελευταία 10 χρόνια ζει και εργάζεται στο Brooklyn της Νέας Υόρκης περιμένοντας, κι εκείνος, έναν ολόκληρο χρόνο από καλοκαίρι σε καλοκαίρι, μέχρι να βρεθεί στην γενέτειρά του την Ερεσό της Λέσβου, το μοναδικό μέρος το οποίο -όπως γράφει ο ίδιος στο σημείωμα που συνοδεύει την ανακοίνωση της κυκλοφορίας της πρώτης του δισκογραφικής δουλειάς- τον κάνει να νιώθει «χορτασμένος», του προσφέρει παύση, τον αφήνει να κοιτάξει μέσα του και γύρω του, χαλιναγωγώντας την εμμονική του ανάγκη να ελέγξει το κινητό του ή το ρολόι του.
Αυτή η αφιλτράριστη επαφή με τις ρίζες του και την ομορφιά της φύσης είναι και το κεντρικό θέμα του δίσκου, ο οποίος μπλέκει παραδοσιακά όργανα με ηλεκτρονικούς ήχους, ηπειρωτικά με νησιώτικα, ρεμπέτικες ζίλιες με 808 drums, θρακιώτικη γκάιντα και τζουρά με prophet 12 και korg synthesizers, ηπειρώτικο καβάλ με καρπάθια τσαμπούνα, μπουζούκι με κλαρίνο, soul φωνητικά με πολυφωνικά σχήματα. Το αποτέλεσμα είναι όσο “unclassified” όσο ακούγεται: Είναι έντεχνο; («Όνειρο», «Μονοπάτια»); Είναι παραδοσιακό; («Από Μακριά», «Στις Εκβολές Του Ποταμού»); Είναι indie; («Μέλι») Είναι downtempo electro; («Αναπνοή»).
Καθώς όλη αυτή η δημιουργική έκρηξη είναι προϊόν της επαφής του δημιουργού με υφές, παραστάσεις, τοπία, αισθήσεις και συναισθήματα, όπως είναι λογικό, στους στίχους πρωταγωνιστούν η φύση κι ο έρωτας. Ήλιοι, κύματα, θάλασσες, ποτάμια, αγκαλιές, αναπνοές, φιλιά, ουρανοί και μονοπάτια μπλέκονται στο μυαλό του Lorqa και ξυπνούν μέσα του έναν «αβίαστο ρομαντισμό που συνδέει το κάθε τι ζωντανό», όπως σημειώνει πάλι ο ίδιος.
Highlight του άλμπουμ είναι αδιαπραγμάτευτα το «Όνειρο», ένα κομμάτι που πέραν του ότι μοιάζει να ισορροπεί καλύτερα τόσο φωνητικά όσο και αισθητικά, αποτυπώνεται στο μυαλό χάρη στην τρυφερή στιχουργική του απλότητα («στην αγκαλιά σου / με τα φιλιά σου») και αναζωπυρώνει τη «(φωτιά)» στα σωθικά του αφηγητή επαναλαμβάνοντας ως mantra την κατάθεση ψυχής του εισαγωγικού track («πολύ μεγάλο πόνο έχω μέσα στην καρδιά»).
Τίποτα πλέον δε μου φέρνει ζάλη
Όσο η φλόγα που άναψες πάλι
Να φέρεις σαν πνεύμα
Ρόδινα τη μέθη
Που άγγιζε μέσα μου
Σωθικά
Στην αγκαλιά σου
Είναι εμφανές ότι ο Lorqa έχει τολμηρές ιδέες και ως πρώτο δείγμα μουσικής ταυτότητας το «Από Μακριά» σίγουρα ξεχωρίζει ως ιδιόμορφο χαρμάνι. Οι δύο συνεργασίες με την Lah Porella («Από Μακριά» και «Στις Εκβολές του Ποταμού») αποτελούν σαφή πρόταση, αλλά ως προς το σύνολο υπάρχουν προβληματισμοί: το upbeat «Μέλι», με φωνητικά που θα μπορούσαν να παραπέμπουν στον KB ή τον Κτίρια τη Νύχτα, μοιάζει σαν να ξεπήδησε από άλλο δίσκο, ενώ τα πιο έντεχνα (ή downtempo electro ή indie folk, αναλόγως πώς θα τα προσεγγίσει κανείς) «Αναπνοή» και «Μονοπάτια» δεν λειτουργούν συνεκτικά σε σχέση με το υπόλοιπο άλμπουμ.
Σε κάθε περίπτωση, ελπίζουμε ο Lorqa να συνεχίσει να αφιερώνει χρόνο στην ουσιαστική επαφή με τα μέσα του και να ανακαλύπτει εντός του πηγαίες δημιουργικές σπίθες, μέχρι η πυξίδα του να βρει τον προορισμό της σ'αυτά τα αχαρτογράφητα μουσικά μονοπάτια που επέλεξε να περιπλανηθεί.