Υπάρχει κάπου στα μουσικά κατάστιχα των ‘90s μια από πολλούς ξεχασμένη μπάντα, του σαξοφωνίστα Tony Atherton, που μαζί με τον μπασίστα Bill Crawford και τον ντράμερ Vince Meghrouni κυκλοφόρησαν περί τα μέσα εκείνης της τελευταίας «αθώας» δεκαετίας το Blowhole έναν δίσκο που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε περίοπτη θέση της δισκοθήκης των Comet Is Coming. Ο ήχος εκείνης της μπάντας χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς της εποχής ως punk jazz και οι τέσσερις που κυκλοφόρησαν συνολικά εκείνη την τελευταία «αθώα» δεκαετία καταχωρίσθηκαν κάτω από το όνομα: Bazooka. Ο άχρηστος συνειρμός της ημέρας.
Οι δικοί μας Bazooka, η συντροφιά των Ξάνθου Παπανικολάου (κιθάρα και φωνητικά) , Γιάννη Βούλγαρη (ντραμς και κρουστά), Άρη Ράμμου (μπάσο), Bill Ζελέπη (κιθάρα) και Πάνου Παπανικολάου (keyboards και κρουστά), αυτοί οι αεικίνητοι new age πάνκηδες από τον Βόλο που κατέβηκαν στην Αθήνα στις αρχές της πρώτης για τα καλά «υποψιασμένης» δεκαετίας των ‘10s για να της δώσουν το rock ‘n’ roll φιλί που χρειαζόταν και να εκπροσωπήσουν επάξια την «άχρηστη γενιά» τους, πετώντας, με τις κιθάρες τους, το γάντι αυτού του άτοπου επιθετικού προσδιορισμού στους άχρηστους εκπροσώπων προηγούμενων γενεών που προηγήθηκαν, δεν πήραν το όνομά τους από τους Bazooka του Tony Atherton αλλά από το τραγούδι “Bazooka Joe” των Big Black. Κι όσο κι αν η θορυβώδης punk rock μπάντα από το Ιλινόις των ‘80s φαντάζει αυτονόητη και ιδανική επιρροή για τις ριπές των Bazooka, η υβριδική punk jazz εκείνων των άλλων Bazooka κάπου κάπως χτυπάει το συνειρμικό της κουδουνάκι, όσο το Κάπου Αλλού, το τέταρτο, κατά σειρά, studio album των Bazooka στριφογυρνάει για πολλοστή φορά στο πικάπ και στα ακουστικά του streaming κόσμου.
Πρόκειται για έναν δίσκο, όνομα και πράγμα, που πάει, όντως το συγκρότημα κάπου αλλού και εμάς μαζί του. Το χαρακτηριστικό punk rock ‘n’ roll στιλ τους είναι και πάλι εδώ, τόσο καλά και γερά χτισμένο πια που δεν φοβάται να διερευνήσει άλλες ατραπούς και να παντρευτεί με τις χάρες του πολυσυλλεκτικού ήχου, γυρνώντας μερικά κλικ πίσω στις «παραδοσιακές» αναφορές της και αντλώντας μεγάλο πλούτο από την αισθητική και τη μουσική παλέτα της δεκαετίας του ’70.
H γυμνή ακουστική κιθάρα στο εναρκτήριο “Κατά Βάθος” σε βάζει στο κλίμα του momentum των Bazooka, ως μιας μπάντας καθόλα έτοιμης να αποδείξει ότι δεν είναι εξαρτημένη από το γκάζι, κλείνοντας παράλληλα το μάτι στους singers – sοngwriters των ‘70s και των ‘80s, με το “Κρυφτό” που ακολουθεί αμέσως μετά να δικαιολογεί πλήρως τη θέση του στο νο. 2 της playlist, ως ένας απολαυστικός φόρος τιμής στο καθαρόαιμο rock ‘n’ roll που μεγάλωσε γενιές και γενιές και που όσο ξεδιπλώνεται, τόσο ο ακροατής ψάχνει να βρει, εξίσου απολαυστικά, τον Σιδηρόπουλο στο δωμάτιο. Στην εμβληματική θέση νo.3 το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου, “Κάπου Αλλού” μας πάει όλους μαζί σε μια παραλία και κολλάει σαν εθιστική τσίχλα στους δέκτες του ήχου του, με όχημα τις πιασάρικες μεν, ουσιαστικότατες δε εν προκειμένω, oriental-ίζουσες ψυχεδελικές beach rock κιθαριστικές και κρουστές γραμμές που τόσο αγαπάει (και) το αθηναϊκό κοινό, που συρρέει να δει μπάντες όπως οι La Femme όποτε κάνουν μια στάση στην Αθήνα – ένα τραγούδι με όλα τα φόντα ενός αλλιώτικου καλοκαιρινού ροκ ύμνου. Το “Όνειρο των Παλαβών” αμέσως μετά ρίχνει τους τόνους, με μια μελωδική έκπληξη και vintage romance αναφορές και προσέγγιση που θα περίμενες να ακούσεις σε κάποιον δίσκο του Monsieur Minimal αλλά πολύ ευχαρίστως τις συναντάς εδώ, ακριβώς πριν την καταιγιστική τριλογία των “Δικιά μου Αλήθεια”, “Καταραμένοι Άνθρωποι” και “Προεδρική Φρουρά” – γκαζωμένες συνθέσεις απευθείας από το γκαράζ, βγαλμένες από τις καθημερινές σκέψεις και συνήθειες των νέων μιας χώρας κι ενός κόσμου που διαλύεται, και σφραγισμένες εμφατικά με τo punk attitude και στιλ στο οποίο οι Bazooka έχουν ήδη κερδίσει τις δάφνες τους. Ο δίσκος κλείνει με μια ακόμα -άτυπη- τριπλέτα που επιβεβαιώνει, με τον καλύτερο τρόπο τη συνολική αποτίμηση του: το «Πάνω Απ’ τη Γη» ένα καλειδοσκόπιο ‘70s ροκ αναφορών και ελληνικής ροκ εσοδείας 1993, το jazzy, παιγνιώδες “Jazzoοka” με πρωταγωνιστές παιδιά «με τρελλά μυαλά και πολύχρωμα μαλλιά» και μερικές από τις καλύτερες κιθάρες που μπορεί να ακούσει κανείς σε δίσκο των Bazooka, και το εξιτήριο, βελούδινο, για τα δεδομένα των Bazooka, «Βελούδινο Κακό» σε ρόλο υστερόγραφου, χαμένης σκηνής, ή teaser οποιασδήποτε έκπληξης μας επιφυλάσσουν οι Bazooka στο μέλλον.
Είναι το Κάπου Αλλού o καλύτερος -μέχρι στιγμής- δίσκων των Bazooka; Δύσκολο να το πεις για το συγκρότημα που έβγαλε την Άχρηστη Γενιά και σε κάθε της live εμφάνιση παρουσιάζεται πανέτοιμη να γράψει λαμπρές σελίδες στην ιστορία του σύγχρονου εγχώριου -και δη ελληνόφωνου- ροκ. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για το επόμενο μεγάλο τους ορόσημο, για τη στιγμή για την οποία έκαναν, ίσως, συντήρηση δισκογραφικών δυνάμεων τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να απελευθερώσουν, τώρα, με αυτόν τον δίσκο, κι άλλη από τη δική τους αλήθεια, χωρίς τον φόβο και τον προβληματισμό μήπως «ακουστούν διαφορετικοί», βρίσκοντας σε αναπάντεχα μουσικά σεντούκια υλικό και έμπνευση για μερικά από τα πιο ωραία τραγούδια που έγραψαν ποτέ. Και όπως είπε, ή μάλλον έγραψε, ο Δημήτρης Λιλής, στο τελευταίο ΛΟΚΑΛ HEROES podcast του: "Hands Down, οι Τρύπες του σήμερα".