Νέα δισκογραφική δουλειά για τον Μάριο Φραγκούλη, έπειτα από αρκετόν καιρό. Δουλειά που προκύπτει μέσω της ηχηρής(;) συνεργασίας του «εθνικού μας τενόρου» με τη στιχουργό Λίνα Νικολακοπούλου.
Η Νικολακοπούλου υπογράφει τα περισσότερα από τα τραγούδια της Γαλάζιας Λίμνης, όμως –όπως σαφώς δηλώνεται και στο εξώφυλλο– φέρει την ευθύνη και για τη συνολική καλλιτεχνική επιμέλεια του δίσκου. Από την άλλη, και ο ίδιος ο Φραγκούλης αναλαμβάνει μεγάλο μέρος του δημιουργικού βάρους, καθώς υπογράφει τις μελωδίες 7 τραγουδιών και τους στίχους ενός. Με μουσικές τους συμμετέχουν ακόμα οι νέες παρουσίες Καίτη Παναγιωτοπούλου και Δάφνη Αλεξανδρή, ενώ τους στίχους 3 κομματιών υπογράφει ο Άρης Δαβαράκης. Τέλος, την ενορχηστρωτική μπαγκέτα κρατάει ο γνωστός κοντραμπασίστας και συνθέτης Πέτρος Κλαμπάνης.
Κατά την ακρόαση του άλμπουμ πιθανότατα κανείς δεν θα εκπλαγεί από όσα θα ακούσει –είτε είναι φίλος της καλλιτεχνικής πρότασης του Φραγκούλη όλα αυτά τα χρόνια, είτε όχι– αφού η συλλογή ετούτη διέπεται από τα γνωστά χαρακτηριστικά, που συναντάμε διαχρονικά στη δισκογραφία του: νεοκλασικισμός και ελληνικότητα, ελαφρά αρώματα από μουσικές του (Δυτικού) κόσμου, τζαζ λεπτομέρειες και διάχυτη ατμόσφαιρα ερωτισμού. Σε κάθε περίπτωση, το μείγμα τούτη τη φορά λειτουργεί πολύ καλά. Οι λέξεις πατάνε καλά στις μελωδικές γραμμές, οι φινετσάτες ενορχηστρώσεις λειτουργούν άψογα και ο Φραγκούλης, σε φάση ιδιαίτερα ώριμη ερμηνευτικά, μεταφέρει τα νοήματα συνδυάζοντας τεχνική αρτιότητα με συναισθηματική φόρτιση.
Αίσθησή μου είναι ότι η Γαλάζια Λίμνη πετυχαίνει πολλά, σαφώς περισσότερα από άλλες παρόμοιες απόπειρες του Φραγκούλη στο παρελθόν, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διαθέτει συνοχή, χωρίς μάλιστα να καταφεύγει σε στυλιστική ομογενοποίηση. Η μεταγλώττιση του “Madrugadas” των Magnifico/Luz Casal (“Ο Έρωτας Γυμνός”) στέκεται άνετα δίπλα στην ωραία διασκευή του “Πετάω” του Σταμάτη Κραουνάκη (από το soundtrack του Πεθαίνοντας Στην Αθήνα), αλλά και στις 9 ορίτζιναλ συνθέσεις, με την ποικιλία παραδόσεων, διαθέσεων και ηχοχρωμάτων να βρίσκει κοινό κέντρο βάρους υπό την αισθητική σκέπη του Κλαμπάνη και του ίδιου του Φραγκούλη.
Δεύτερον (και κυριότερον), μοιάζει ο δίσκος αυτός να μην αποτελεί προϊόν υπερβολικής προσπάθειας. Δεν θα βρει εδώ κανείς ούτε τις παρακινδυνευμένες στιχουργικές σχοινοβασίες της Νικολακοπούλου, ούτε μεγαλεπήβολες μελωδικές απόπειρες που καταλήγουν στο μελό ή στο προφανές. Ναι, κάποιες μέτριες ή κλισέ στιγμές υπάρχουν (εκείνο το “Δούναι Και Λαβείν” π.χ. ακούγεται κάπως συνταγογραφημένο), όμως σε γενικές γραμμές τα τραγούδια δεν μπατάρουν, ούτε προσβάλλουν. Ειδικά μάλιστα η συνέπεια του Φραγκούλη στον μελωδικό τομέα αποτελεί ένα σημαντικό –και μάλλον όχι ακριβώς αναμενόμενο– ατού.
Κολλάνε πάντως στο μυαλό μου και με τσιγκλάνε μερικοί στίχοι από το τραγούδι “Η Βόλτα”: «Έλα να πάμε απόψε βόλτα/ χωρίς πυξίδα, στα χαμένα/ γέμισε ο κόσμος γεγονότα/ μα εγώ σκεφτόμουν πάλι εσένα». Νομίζω συνοψίζεται εντός τους ένα πνεύμα το οποίο λάμπει διά της απουσίας του από την καλλιτεχνική πορεία του Μάριου Φραγκούλη συνολικά κι από τη Γαλάζια Λίμνη εν προκειμένω. Με κάνουν να αναρωτηθώ δηλαδή τι θα συνέβαινε αν ο δημοφιλής καλλιτέχνης τολμούσε κάποτε να κινηθεί έτσι, χωρίς να έχει για οδηγό του την πυξίδα της δισκογραφικής, χωρίς να νιώθει υπερβολική υποχρέωση απέναντι στο κοινό του και στο στάτους που απολαμβάνει εντός (κυρίως) κι εκτός (δευτερευόντως) συνόρων. Αν έπαυε έστω για μια φορά να σκέφτεται με επικοινωνιακούς όρους «γεγονότος» και έπαιρνε κάποια μικρά έστω καλλιτεχνικά ρίσκα και ορισμένες αποστάσεις από την άτεγκτη σοβαρότητα.
Ας είναι, όμως. Η Γαλάζια Λίμνη, ως έχει, αποτελεί νομίζω μία από τις πλέον αξιόλογες προσθήκες στη δισκογραφία του Μάριου Φραγκούλη. Είναι ένα άλμπουμ που πιάνει στάνταρ τα οποία μπορεί να θεωρούμε κάπως δεδομένα, αλλά, στην πράξη, δεν τα συναντάμε και κάθε μέρα.
{youtube}M1iDfhNwsKU{/youtube}