Κοιτάς το εξώφυλλο, προσέχεις το σύνηθες αράδιασμα μεγάλων ονομάτων. Ακόμα ένας δίσκος που βάζει μπροστά την «εθνική Ελλάδος του τραγουδιού» για να τη βγάλει καθαρή, σκέφτεσαι. Μήπως, όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι;
Το πάλαι ποτέ mainstream ελληνικό τραγούδι (εκείνο που ο κοσμάκης αποκαλεί ξέρετε-πώς), δουλεύοντας 20 χρόνια τώρα με απαράλλαχτους όρους και πατέντες, ήταν επόμενο να καταντήσει σχήμα κλειστό· μια κατάσταση προς αποφυγήν για πολλούς –ακόμα περισσότερο για μια νεότερη γενιά δημιουργών, που ήθελαν να αρθρώσουν και να εκπέμψουν δικό τους σήμα. Όμως, παρά την κατακρήμνιση, οι θιασώτες του συνέχισαν τον χαβά τους: έμειναν στα ίδια, αρκούμενοι σε μια λογική διαχείρισης η οποία εξαντλείται στη «βάζω τα σπίρτα, βάζεις τα τσιγάρα» πρακτική, ανακυκλώνοντας φωνές, ιδέες και απόψεις. Το ότι ξεπήδησαν μέσα από όλο αυτό και κάποιοι δίσκοι ή τραγούδια που ακούγονταν, δεν αλλάζει ουσιαστικά κάτι.
Το νέο, 4ο άλμπουμ του Χρυσόστομου Καραντωνίου, από πολλές απόψεις είναι ένας τυπικός δίσκος της προαναφερθείσας συνομοταξίας. Μπορεί –προς τιμήν του– ο συνθέτης να επιμένει στην όχι πια δημοφιλή επιλογή του ενός στιχουργού (με τον Νίκο Μωραΐτη να αντικαθιστά τούτη τη φορά τον Δημήτρη Παπαχαραλάμπους), όμως κατά τα άλλα επιμένει στο μονοπάτι που ακολουθούσε πάντα, κοιτάζοντας επίμονα προς τη μεριά του ένδοξου (και δικαιωμένου) παρελθόντος του λαϊκού/λαϊκότροπου τραγουδιού. Κι όμως, η δουλειά ετούτη προκύπτει διαφορετική ως προς τα ποιοτικά της στάνταρ, σε σχέση με όσα έχουμε ακούσει από τον Καραντωνίου στο παρελθόν.
Μπορεί κανείς, κατ’ αρχάς, να το αποδώσει αυτό στον Μωραΐτη. Ο οποίος φέρνει κάτι ευχάριστα διαφορετικό στο τραπέζι: εκείνη τη γνωστή αμεσότητα του λόγου του και τα καθαρά νοήματα, τα οποία στέκουν στον αντίποδα της σχολής που δικαίως από ένα σημείο κι έπειτα ονομάστηκε «θολοκουλτουριάρικη». Παρότι δεν ξεφεύγει από τα αγαπημένα του θέματα, ο πολυγραφότατος στιχουργός καταθέτει εδώ λόγια με συνοχή και ουσιαστικό περιεχόμενο. Αλλά και η φροντίδα του Καραντωνίου στον μουσικό τομέα αποπνέει την αίσθηση του ξεκάθαρου, του στοχευμένου, σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με το παρελθόν. Υπάρχουν στο άλμπουμ πολλές μελωδίες που διαθέτουν αυτονομία, που θα μπορούσαν να σταθούν και μόνες τους, εκτός δηλαδή τραγουδιστικού πλαισίου. Συναντήθηκαν, εν ολίγοις, οι δύο συνεργάτες σε ευτυχή συγκυρία από άποψη έμπνευσης.
Επειδή όμως το τραγούδι δεν είναι στιχάκια με μουσική, ούτε μελωδίες με λόγια, ως αληθινά καθοριστικό στοιχείο αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίον τα δύο αυτά στοιχεία δουλεύουν εδώ μαζί. Φαίνεται πως Καραντωνίου & Μωραΐτης προχώρησαν ομόθυμα και με προσοχή, ώστε να φτιάξουν τραγούδια κατασταλαγμένα και ισορροπημένα, τα οποία δεν αναλώνονται σε σπασμωδικές κινήσεις χάριν εντυπωσιασμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη συλλογή ετούτη δεν μοιάζει να λείπει κάτι, ούτε κάτι περισσεύει. Θα έλεγα μάλιστα ότι έχουμε να κάνουμε με ένα concept άλμπουμ, του οποίου οι ήρωες είναι όλοι πρόσωπα στριμωγμένα σε αδιέξοδες καταστάσεις, φοβισμένα, συναισθηματικά άδεια, σε αναζήτηση ενός στηρίγματος που θα τα βοηθήσει να πάνε παρακάτω. Είναι επί της ουσίας λαϊκός (αλλά όχι λαϊκίστικος) δίσκος ετούτος, δηλαδή –με όποιο αντίκρισμα μπορεί να έχει σήμερα ο όρος.
Ακριβώς αυτή η πολυπρόσωπη αφήγηση είναι που δικαιολογεί, νομίζω, και τη συμμετοχή 9 διαφορετικών ερμηνευτών. Η διανομή των ρόλων έγινε μάλιστα με μεγάλη ευστοχία.
Η δωρικότητα του Μανώλη Λιδάκη ταιριάζει απόλυτα στην υπαρξιακή αγωνία του “Καινούργιος Θεός” και ο Γιώργος Νταλάρας βρίσκεται στο στοιχείο του στα λαϊκά της καταστροφής (“Αποτυπώματα”), της μοναξιάς (“Επιτραπέζιο”) και του ηρωισμού (“Το Ζεϊμπέκικο Του Γεράσιμου”). Ο γρεζαρισμένος Μπάμπης Στόκας αποδεικνύεται ιδανικός στον ρόλο του απογοητευμένου που ψάχνει από κάπου να κρατηθεί (“Στο Ποτέ Στο Πουθενά”), ενώ Ελευθερία Αρβανιτάκη (“Του Κόσμου Αυτό Το Κάτι”), Άλκηστις Πρωτοψάλτη (“Το Κλαδί”), Μανώλης Μητσιάς (“Ρίξε Μου Ένα Σ’ Αγαπώ”) και Πάνος Παπαϊωάννου (“Μικρό”) κρατούν με άνεση ρόλους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα τους. Μόνη αληθινή έκπληξη, η Ελένη Ροδά· η οποία, ως ξωμάχος της ταχύτατα εξελισσόμενης πραγματικότητας, τραγουδάει ταμπουρωμένη σε κάποιο υπόγειο λόγια όπως «Αδιόρθωτέ μου εαυτέ, τα σ’ αγαπώ σου ντεμοντέ, σ’ αυτή τη χώρα που τη χτίσαν μεζονέτες» (“Μεζονέτες”). Ακόμα κι ένα τραγούδι όπως το “Κότερα”, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου –το οποίο εκτός πλαισίου θα έδινε ενδεχομένως την αίσθηση δευτεράντζας– εδώ βρίσκει τον ρόλο του ως αναγκαίο διάλειμμα ελαφρότητας κι αισιοδοξίας.
Δεν ξεφεύγει (θα επιμείνω) τούτος ο δίσκος από τα συνήθη, από την άποψη ότι περισσότερο διαχειρίζεται, παρά προτείνει. Όμως ακόμα και κάτι τέτοιο δεν είναι τόσο απλή υπόθεση όσο συνήθως νομίζεται· γι’ αυτό έχουμε πήξει, άλλωστε, σε τραγούδια που βολοδέρνουν στο «περίπου», στο «σχεδόν», και σε μια φθαρμένη καρτ-ποστάλ λογική φόρου τιμής. Εδώ, αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με το «ακριβώς» και με τραγούδια που ναι μεν κάνουν σαφείς τις φορμαλιστικές τους αναφορές (είτε μιλάμε για τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Άκη Πάνου, είτε για τον Σταμάτη Κραουνάκη και τον Σταμάτη Σπανουδάκη), αλλά έχουν να καταθέσουν και περιεχόμενο, τόσο πλούσιο και σαφές, όσο και ανοιχτό στην οικειοποίησή του από τον ακροατή.
{youtube}zojfo6LPcz0{/youtube}