Να ένας ελληνικός δίσκος που έβγαλε σουξέ τόσο ευπρόσωπο και πιασάρικο (την "Εκδρομή"), ώστε φτάσαμε να το ακούμε και σε τηλεοπτική διαφήμιση –της μπύρας Fix– δίχως να τραβάμε τα μαλλιά μας. Δεν θυμάμαι από πότε έχει να μας συμβεί.

Πέτυχε λοιπόν διάνα το Βαλς Των Χαμένων Μετά, πέρα από το να επαναφέρει στην επικαιρότητα την αγαπημένη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη· η τελευταία απόπειρα της οποίας (Αλλιώς) δεν βρήκε φοβάμαι την αναγνώριση που της έπρεπε, έστω κι αν στο Avopolis την επαινέσαμε δεόντως, κατατάσσοντάς τη στις κορυφαίες εγχώριες κυκλοφορίες του 2014 (δες εδώ). Ίσως γι' αυτό να αισθάνθηκε κι εκείνη πως χρειαζόταν να κάνει ένα πιο εμφανές βήμα προς ό,τι αντιλαμβάνεται ως «σήμερα»· πως έπρεπε να το πάρει κάπως ...αλλιώς, αν μου επιτρέπετε το λογοπαίγνιο.

Εδώ, ωστόσο, καταγράφεται ξανά μια διάσταση απόψεων που διατηρώ σε όλον τον μέχρι στιγμής 21ο αιώνα με όσες ανάλογες κινήσεις έχει πραγματοποιήσει, η οποία εδράζεται στο πώς αντιλαμβάνεται και ορίζει το «σήμερα»: ο Κ.ΒΗΤΑ ήρθε όταν πλέον είχε γίνει κτήμα (και) ενός έντεχνου κοινού, που ποτέ δεν συγκλονίστηκε από τους Στέρεο Νόβα· ο Βασιλικός, αντίστοιχα, όταν προσπαθούσε να γίνει crooner for the masses, σε μια στροφή μακριά από τις μέρες των Raining Pleasure, που για τους ενημερωμένους μουσικόφιλους παραμένει συζητήσιμη. Τώρα, ως «σήμερα» ζητείται να δεχτούμε τους Minor Project ή τέλος πάντων τον κινητήριο μοχλό τους Ευστάθιο Δράκο, καθώς το Βαλς Των Χαμένων Μετά χτίζεται πάνω στις μελωδίες του.

Μια τέτοια συζήτηση, βέβαια, γίνεται γρήγορα αρκετά σχετική, καθώς εξαρτάται (πολύ) από το ποιος ακούει και πού στέκεται στον ορίζοντα που ονομάζουμε «ελληνικό τραγούδι». Είναι εύκολο να δεχτείς τον Δράκο ως «νέα δύναμη» εκεί όπου στέκεται η Δήμητρα Γαλάνη, που προφανώς ακούει ραδιόφωνο και εξίσου προφανώς ψάχνει για κάτι ικανό να κάνει γκελ σε ευάριθμα αυτιά. Είναι ωστόσο αρκετά δύσκολο εκεί όπου στέκομαι π.χ. εγώ. Αντίστοιχα, είναι εύκολο για το κοινό λ.χ. του Μελωδία να βρει μια εύστοχη πρόκληση στο remix του Papercut στο "Νερό", έτσι μεσοβέζικα (και με μια διάθεση έκπτωσης;) όπως ορίζουμε σήμερα το «ραδιοφωνικό». Αλλά για ένα αυτί πιο εξοικειωμένο με τα διεθνή ηλεκτρονικά, η ασφάλεια της ευθείας στην οποία περπατά είναι μάλλον βαρετή.

Σε κάθε περίπτωση, εδώ έχουμε μια εξίσωση με 3 παράγοντες, οι οποίοι αποδεικνύονται μεν συμβατοί μεταξύ τους ώστε να φτάνουν σε ένα αποτέλεσμα με συνοχή, μα δεν στέκονται ισότιμα. Το Βαλς Των Χαμένων Μετά εδράζεται δηλαδή στο εύηχο «χαλί» που παρέχουν οι μελωδίες του Δράκου, μα εν τέλει αποτυπώνει ως ατού κυρίως τη Γαλάνη και σε δεύτερο πλάνο τον Νίκο Μωραΐτη: η πρώτη παραμένει ένας μοναδικός φορέας αισθαντικότητας και συναισθήματος, μια ερμηνεύτρια καταπληκτική, ικανή να δώσει ξεχωριστό βάρος στις λέξεις (προσέξτε το "Όστρακο")· ο δεύτερος, είναι ένας στιχουργός ταγμένος στα εύστοχα και απλά πράγματα, ο οποίος δεν αισθάνεται κανένα κόμπλεξ με αυτήν την ας την πούμε «ποπ» προσέγγιση –χάρη σε εκείνη, απεναντίας, ανθούν τραγούδια σαν την "Εκδρομή" ή το "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι". Έστω κι αν η γραφή του δεν βρίσκει στόχο σε κάθε περίσταση, παραμένει δροσερός αέρας σε ένα τεραίν που βρίθει ομφαλοσκοπικής μεγαλοσχημίας και ψευδοποιητικής μελαγχολίας.

Μουσικώς μιλώντας, όμως, οι συνθέσεις του Δράκου μοιάζουν με κάτι σαν Μάνος Χατζιδάκις σε ελαφριά αναβάθμιση, συσκευασμένος σε χρηστικές ταμπλέτες για τη γενιά που στο σπίτι της έχει μόνο την Τζοκόντα. Το εγχείρημα δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό (και οπωσδήποτε κάνει τη Γαλάνη να αισθανθεί στα νερά της), μα εξαντλεί γρήγορα τον μικρό του ορίζοντα, αδυνατώντας να στηρίξει έναν ολόκληρο δίσκο. Στο μοναδικό μάλιστα ορχηστρικό στιγμιότυπο ("Κόρθι"), δεν ακούμε κάτι ικανό να σταθεί δίχως την αρωγή της φωνής και των στίχων.

Αντίστοιχα, η απόφαση να αναλάβει ο Δράκος και ερμηνευτικό ρόλο, αποτυπώνεται αδικαιολόγητη. Στα 2 δηλαδή κομμάτια όπου παίρνει τα ηνία ("Ο Ψαράς Των Λέξεων", "Βεγγαλικά"), τραγουδά πότε υπέρ το δέον θεατράλε, πότε με μια άτοπη γκραντιόζε αύρα, πότε σαν να μην εμπλέκεται καθόλου με όσα λέει, χαμηλώνοντας φοβάμαι τον αισθητικό πήχη για τον οποίον τόσο αγωνίζεται το σύνολο. Το demo μάλιστα του "Ευτυχισμένοι Άνθρωποι" οδηγεί σε ευθείες συγκρίσεις με την απόδοση της Γαλάνη, που σε καμία περίπτωση δεν βγαίνουν υπέρ του νεαρού τραγουδοποιού.

Κάπως έτσι, το Βαλς Των Χαμένων Μετά απομένει σε ένα λίγο άβολο μεταίχμιο: δεν είναι σπουδαία δουλειά, μα δεν είναι και κακή. Αλλά, ενώ με τρώει το χέρι μου να βάλω έναν επίλογο που να αιτείται έναν δίσκο της Γαλάνη πιο τολμηρό, φοβάμαι ότι –και να υπάρξει– θα κάνει μια τρύπα στο νερό, έτσι ως έχει το ελληνικό τραγούδι σήμερα. Ένας π.χ. δίσκος της με τη Sissi Rada, για να το πω όπως το σκέφτομαι, δεν πρόκειται να βγάλει ούτε μισό σουξέ. Ενώ ένας δίσκος με τον Δράκο, έβγαλε τουλάχιστον την "Εκδρομή". Θα μου πείτε, την κριτική δεν τη νοιάζουν τέτοια πράγματα. Σωστά. Και δεν πρέπει να τη νοιάζουν. Όμως και οι κριτικοί, έχουμε τις αγάπες μας. Και θέλουμε να τις βλέπουμε παρούσες. Ακόμα κι αν αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να το χειροκροτήσουμε αυτό το παρόν.

{youtube}VK5s9t5GoO8{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured