Ομολογουμένως, το Quantum Unknown δεν μπορούσε να είναι εύκολη υπόθεση· καταρχάς, όσον αφορά τη συγγραφή του. Έτσι φαντάζομαι, δηλαδή, σκεπτόμενος τη σκιά την οποία άφησε πίσω της η σπουδαία προηγούμενη δουλειά των Gravitysays_i, το Figures Οf Enormous Gray Αnd Τhe Patterns Οf Fraud (Restless Wind, 2011), ως κάτι που δεν θα μπορούσε έτσι απλά να αγνοηθεί. 

Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, γιατί ο δίσκος εκείνος είχε καταφέρει να βρει έναν υποδειγματικό συντονισμό με την κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα τριγύρω του, πράγμα ούτε τόσο συχνό, ούτε απλό, ούτε φυσικά αυτονόητο. Δεύτερον, γιατί αποτύπωσε ένα συγκρότημα όχι απλώς σε κίνηση, αλλά σε αλματώδη μετάβαση, από τη φάση της αλίευσης αναφορών δεξιά κι αριστερά, σ' αυτήν της άρθρωσης ενός προσωπικού λόγου, ικανού να διαχειριστεί γόνιμα τις πολιτισμικές του καταβολές (τόσο, δηλαδή, τα progressive ακούσματα ή τα κιθαριστικά των 1990s, όσο και τον “Καϊξή” του Απόστολου Χατζηχρήστου ή τις συγκεκριμένες συνηχήσεις της επιλογής να χρησιμοποιηθεί το σαντούρι ως ένα από τα πρωταγωνιστικά όργανα).

Το ζήτημα, επομένως, αφορά τη συνέχεια που μπορεί γενικώς να σκεφτεί ένα συγκρότημα όταν προηγουμένως έχει ξεκάθαρα χτυπήσει μια δυνατή εκφραστική φλέβα. Μπορεί δε να συμπυκνωθεί στην εξής βασανιστικά απλή ερώτηση: «και τώρα, τι;». Δεδομένου μάλιστα ότι οι Gravitysays_i δεν επιδιώκουν (και ορθώς) να βγάλουν ένα «volume 2», θα μπορούσαμε να ελέγξουμε το Quantum Unknown όχι μόνο για το πώς χωνεύει τα ευρήματα του προκατόχου του, αλλά και ως προς το αν (και κατά πόσο) καταφέρνει να ξανασυστήσει τη μπάντα στο κοινό της –σημειώνοντας πάντως πως τα δύο ζητήματα δεν μπορεί να είναι τόσο αυτόνομα όσο αρχικώς φαίνονται, καθώς ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να γράψει σε εντελώς λευκή σελίδα.

Μπορούμε έτσι να δούμε τον δίσκο σαν μία δύσκολη άσκηση ισορροπιών μεταξύ της σκιάς που άφησε πίσω του το Figures Οf Enormous Gray Αnd Τhe Patterns Οf Fraud και ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φυγή προς τα εμπρός. Η στρατηγική της διακριτικής αποστασιοποίησης την οποία υιοθετούν οι Gravitysays_i αναφορικά με την πρώτη, δείχνει να είναι μία σωστή επιλογή. Ως προς τη δεύτερη, αρκεί προς το παρόν να σημειώσουμε ότι αποστασιοποίηση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη υπέρβαση: ακόμα και «αποστασιοποιημένος», μπορείς μια χαρά να εξακολουθείς να ορίζεσαι βάσει των δεδομένων που προβάλλει πάνω σου εκείνη η σκιά.

Πάντως οι Gravitysays_i αλλάζουν αρκετά, καταρχάς όσον αφορά την ίδια τους τη σύνθεση. Μόνο το δημιουργικό κέντρο του γκρουπ (το δίδυμο Μάνου Πατεράκη και Νίκου Ρέτσου) έχει παραμείνει από το 2011, με τα πλήκτρα, την τρομπέτα και ορισμένα ηλεκτρονικά να διεκδικούν και να παίρνουν τη θέση τους στην ενορχήστρωση, καλύπτοντας το «κενό» της απουσίας έντονων κιθαριστικών ξεσπασμάτων.

Κάτι που σημαίνει ότι η μουσική στο Quantum Unknown σπανίως φτάνει σε υψηλά επίπεδα έντασης, χωρίς εντούτοις να γίνεται ανάλαφρη ή ονειροβατούσα. Οι …φιγούρες άλλωστε των Gravitysays_i δεν γίνονται λιγότερο γκρι, απλώς και μόνο επειδή τα βάζουν λιγότερο (ή λιγότερο εμφανώς, εν πάση περιπτώσει) με την ιστορία και την κοινωνική συγκυρία· παραμένουν αντιθέτως αρκετά μελαγχολικές, ακολουθώντας δρόμους (στιχουργικούς και μουσικούς) οι οποίοι ηχούν αρκετά γήινοι ώστε να φλερτάρουν με διάφορες όψεις της ματαιότητας, δηλαδή της «απομαγευμένης» πραγματικότητας.

Βρίσκουμε λοιπόν το αθηναϊκό σχήμα σε καλή φόρμα, ιδίως όταν εκφέρει εκείνο το γλυκό του γκρουβ (γλυκό, παρά το φλερτ με τη ματαιότητα ή, με μία δεύτερη ανάγνωση, ίσως και εξαιτίας του), το οποίο ρέει μεν προς το progressive, το πράττει όμως αφήνοντας ταυτόχρονα χώρους στο σαντούρι του Πατεράκη. Λ.χ. στο εναρκτήριο “More Τhan Α Matter Οf Instinct” και στο επόμενο “Of Woe / Migratory Birds” οι Gravitysays_i  αξιολογούνε ορθά αυτό το γκρουβ ως μία βασική κληρονομιά της προηγούμενης δουλειάς τους και το προσαρμόζουν σχετικά πετυχημένα στα νέα τους δεδομένα.

Υπάρχουν ωστόσο και αστερίσκοι: στο μεν πρώτο κομμάτι η ένταση φουσκώνει με εξαιρετικό τρόπο, όμως το σχετικά αργό τέμπο το κάνει λιγάκι να λιμνάζει μετά τη μέση, ενώ ούτε από τα πλήκτρα, ούτε από τα πνευστά προσφέρονται λύσεις που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν επαρκώς το μομέντουμ το οποίο δημιουργείται. Το δε δεύτερο, περιέχει την πιο ευθύβολη γκρούβα του δίσκου και επιχειρεί με βάση αυτήν να θυμηθεί την περιπετειώδη συνθετική του προηγούμενου άλμπουμ. Κάτι που σε γενικές γραμμές καταφέρνει, μολονότι εξακολουθώ να ακούω την κάπως νάιλον χροιά του πλήκτρου προς το τέλος ως μία μάλλον ατυχή επιλογή.

Λίγο πιο κάτω, στο “Dowser”, τα πράγματα αλλάζουν αρκετά. Ένα κομμάτι το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αρκετά «ηλεκτρονικό» για τα δεδομένα μιας «ροκ» μπάντας, αν όμως θέλουμε να το εξετάσουμε λίγο πιο σοβαρά, θα δούμε ότι μας εισάγει σ’ ένα νέο αφηγηματικό μοτίβο, το οποίο προστίθεται στην εργαλειοθήκη των Gravitysays_i. Ένα μοτίβο που στηρίζεται σε αργοκίνητα και αραιοκατοικημένα ρυθμικά (τα οποία, έτσι όπως γέρνουν προς το τέλος κάθε μέτρου, δημιουργούν έναν ευπρόσδεκτο μετεωρισμό) και –διόλου τυχαία– περιλαμβάνει την πιο πειστική απόπειρα ενσωμάτωσης της τρομπέτας στον ήχο του σχήματος.

Ένα παρόμοιο μοτίβο στήνεται και στην τελευταία σύνθεση, στο “Quantum Unknown (Riveted Eye)”, ο χρόνος της οποίας (σχεδόν 10 λεπτά) μοιράζεται εξαιρετικά μεταξύ μιας βουτιάς στο progressive των 1970s και μιας πολύ εύστοχης αποδομητικής ανάγνωσης του δικού τους «γλυκού γκρουβ». Στα ενδιάμεσα, οι Gravitysays_i παραθέτουν το πιο ενδοσκοπικό “Every Man”, το οποίο βρίσκει έναν όμορφο λυρισμό, αφήνοντας παράλληλα το πιάνο να οδηγήσει ορισμένα σημεία του και ενσωματώνοντας επίσης τον ήχο της κρητικής λύρας σε κάποια άλλα· το “An Ivory Heart”, τέλος, διαθέτει μια καλή αίσθηση της κίνησης, αν και προδίδεται από την κάπως ουδετεροποιημένη χροιά των οργάνων.

Εν ολίγοις, έχω την εντύπωση πως το Quantum Unknown παίζει αρκετά καλά εκείνο το παιχνίδι της «διακριτικής αποστασιοποίησης». Από την άλλη, μολονότι αναπτύσσει ορισμένες νέες θεματικές κατευθύνσεις (π.χ. τα όσα αναφέρθηκαν για το “Dowser”), δεν καταφέρνει να κρύψει και μια μικρή αμηχανία των Gravitysays_i στη σχέση τους με τη σκιά του Figures Οf Enormous Gray Αnd Τhe Patterns Οf Fraud. Ο χρόνος θα δείξει πόσο βαριά είναι αυτή η σκιά ή αν η φυγή προς τα εμπρός αποτελεί μία ρεαλιστική επιλογή. Το Quantum Unknown είναι ένας καλός δίσκος, αλλά νομίζω ότι, προς το παρόν, αφήνει το εν λόγω ερώτημα αναπάντητο.

{youtube}uHHMkmXk92w{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured