Από 'κει το πάει, από 'δω το φέρνει, κάπως το καταφέρνει τελικά ο Λεωνίδας Μπαλάφας και έχει κάθε φορά να παρουσιάσει μια νέα εκδοχή της τραγουδοποιίας του. Έτσι και φέτος, στο 6ο του άλμπουμ, ο συμπαθής τραγουδοποιός σκαρώνει 13 νέα τραγούδια συν ένα ορχηστρικό, τα οποία φέρουν μεν ευδιάκριτη την προσωπική του σφραγίδα, έχουν δε να επιδείξουν μια καινοφανή προσέγγιση της περσόνας του.

Οι συνθηματικές λέξεις στο Λίκνο είναι «Ήπειρος» και «Αφρική». Ο ήχος του δίσκου στηρίζεται κυρίως στις παραδόσεις των δύο αυτών τόπων, βάζοντάς τις σε πολλά σημεία να συνυπάρξουν και να αλληλοτροφοδοτηθούν. Φυσικά, ακριβώς επειδή μιλάμε για τον Μπαλάφα, δεν απουσιάζουν πλείστα όσα άλλα μουσικά δάνεια, είτε από το ροκ, είτε από διαφορετικές μεριές της εγχώριας, μα και της ευρύτερα βαλκανικής παράδοσης.

Όπως είχε επισημάνει και ο Χάρης Συμβουλίδης στην κριτική του για την Ανηφοριά του 2014 (εδώ), είναι λεπτή η γραμμή που χωρίζει τον αχταρμά από το καλά χωνεμένο μείγμα. Όμως ο Μπαλάφας κάπως το καταφέρνει και τούτη τη φορά και δένει το «γλυκό», ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες για κακοτεχνίες και άβολες συγκατοικήσεις. Αν κανείς βάλει, για παράδειγμα, να ακούσει το “Κρυφτήκανε Τ' Άστρα” ή τη “Γαρδένια”, δύσκολα μπορώ να φανταστώ να τον ξενίζει η σπινταρισμένη μέσω afrobeat ηπειρώτικη μελωδικότητα. Υπάρχει και πάλι η αίσθηση του πηγαίου και του αυθεντικού και μια πειθώ περί ειλικρίνειας των προθέσεων. Ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να αναγνωρίσουμε με το παραπάνω στον Μπαλάφα, καθότι δεν απαντάται παντού –κάθε άλλο, θα έλεγα.

Εκεί που κατά τη γνώμη μου σκοντάφτει το Λίκνο, είναι στον στιχουργικό τομέα. Εκεί δηλαδή που θα περίμενε κανείς το όλο παιχνίδι με τις μουσικές παραδόσεις να περάσει μέσα από μια γλώσσα που να αφορά κάπως το σήμερα, ο Μπαλάφας επιλέγει να παίξει με το παλιό: «Βοσκοπούλα θα σε κάνω/στο βουνό θε' ν' αποθάνω», τραγουδάει κάπου, «φεγγάρι δε βγήκες να κάνεις βόλτα/κι έχει η αγάπη μου κλειστή την πόρτα» αλλού, ενώ παρακάτω βάζει και τον Ψαραντώνη να πει τη “Ζυγαριά”, προσδίδοντας τη δική του σφραγίδα αυθεντικότητας. Γενικά, χρησιμοποιεί εδώ τη γλώσσα της παράδοσης χωρίς να επιχειρεί να περάσει μέσα από τις λέξεις κάτι πιο συγκεκριμένο και επίκαιρο –πέραν των κλισέ του τύπου «τα λεφτά φέρνουν δυστυχία» και ενός φλου αναχωρητισμού.

Νομίζω ότι το ελληνικό τραγούδι δεν πάσχει πια (αν έπασχε ποτέ) από έλλειψη επαφής με την παράδοσή του. Αντίθετα, εκεί που υπάρχει κενό είναι στη μετουσίωση αυτού του πλούτου σε κάτι σημερινό και χρηστικό. Ο Λεωνίδας Μπαλάφας είναι ένας από τους πλέον ικανούς χαρακτήρες του συγκεκριμένου «έργου» –έτσι τον αντιλαμβάνομαι εγώ, τουλάχιστον από την Ανοιξιάτικη Μέρα κι έπειτα– και το βρίσκω έτσι κομματάκι άστοχο να αναλώνεται σε μια οσοδήποτε προσεγμένη και μαστόρικη αναπροσαρμογή γνωστών και χιλιοειπωμένων (και από τον ίδιο ακόμα) πραγμάτων.

Φοβάμαι λοιπόν ότι το Λίκνο του, όσο ωραίο, φορτσάτο και καλοηχογραφημένο κι αν είναι (που είναι πράγματι), μοιάζει ανίκανο να γεννήσει νέα συναισθήματα και περισσότερο αρκείται στην αναπαλαίωση της μνήμης. Άλλο τώρα αν η όλη διαδικασία της δημιουργίας του μπορεί να οδηγήσει στο μέλλον σε μια αναγέννηση του ίδιου του Μπαλάφα και της τέχνης του.

Αυτό, ναι, θα ήταν ένα ευτυχές σενάριο.

{youtube}twO_TnmoxGY{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured