Γράφει ο Σωκράτης Μάλαμας στο ένθετο του Επισκέπτη, της νέας αυτής κυκλοφορίας με τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη: «Τα τραγούδια του Στέλιου είναι η φυσική συνέχεια του ρεμπέτικου, ένα κλωνάρι που έλειπε από το δένδρο του λαϊκού μας τραγουδιού».

Πράγματι, αυτό που ισχυρίζεται ο Μάλαμας, ο οποίος είναι παράλληλα διευθυντής παραγωγής και ερμηνευτής του δίσκου, είναι έτσι ακριβώς. Τα τραγούδια του Επισκέπτη ήρθαν λοιπόν να καλύψουν ένα κενό, να δηλώσουν μια συνέχεια και να εξασφαλίσουν ένα είδος σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Αν μάλιστα αντιλαμβάνομαι σωστά δια της ακροάσεως, το υλικό αυτό έρχεται από παλιά. Πιθανώς να είχε γραφτεί εδώ και χρόνια, να μην βρήκε ποτέ υποστηρικτές στα γραφεία και στις «υπηρεσίες» του εγχώριου τραγουδιού, και να κυκλοφορεί τώρα χάρη στην επιμονή του Μάλαμα. Πέραν της ηχητικής ταυτότητας, άλλωστε, το γεγονός μαρτυράται και από μερικά ονόματα συνδημιουργών: υπάρχουν στίχοι του Μάρκου, του Γιάννη Λελάκη και του Πάνου Ηλιόπουλου. Αν κάποιος βέβαια προσεγγίσει τον δίσκο επιφανειακά, ίσως τον χαρακτηρίσει «παλιακό». Η θεματολογία και οι πρώτες ύλες των στίχων, καθώς και οι μελωδικές γραμμές και δρόμοι που χρησιμοποιούνται, αβίαστα εγείρουν ακουστικές μνήμες. Ωστόσο, δεν είναι ακριβώς έτσι.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης «ακουμπά» σαν τραγουδοποιός στον πατέρα του τον Μάρκο. Έτσι, συχνά αποφεύγει τα ρεφραίν και τις κινήσεις εντυπωσιασμού και στέκεται στον πυρήνα της τραγουδοποιητικής ουσίας και της μελοποίησης, που είναι οι σωστοί τονισμοί των λέξεων με τις αντίστοιχες κορυφώσεις της μελωδίας, η κυκλικότητα του τραγουδιού, ακόμα-ακόμα και οι χορευτικές του προεκτάσεις. Σπανίως ξεφεύγει από αυτές, ακόμα και όταν γράφει «ζαμπετέικα» ("Μη Βιάζεσαι Να Φύγεις") ή όταν επιχειρεί να παντρέψει τον ρεμπέτικο ήχο με στοιχεία μπλουζ ("Γοργόνες", "Το Ρολόι"). Αυτό κακό δεν είναι, ωστόσο στο σύγχρονο ηχοτοπίο μπορεί να προκαλέσει αδιαφορία ή λοξοδρόμηση της αντίληψης του ακροατή.

Ναι, δεν θα βρούμε στον Επισκέπτη το τραγούδι εκείνο που θα ξεχωρίσει. Ούτε και ο ίδιος ο Μάλαμας θα μπορέσει εύκολα να ενσωματώσει στις ζωντανές του εμφανίσεις κάποιο από τα τραγούδια που ερμηνεύει εδώ. Ωστόσο, η εμπορικότητα και η επιτυχία δεν φαίνεται να είναι ανάμεσα στις επιδιώξεις του εγχειρήματος. Περισσότερο μοιάζει με «γείωση» όλο αυτό, με απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα: «ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε» σαν τραγουδοποιοί, σαν ερμηνευτές, σαν οργανοπαίχτες, αλλά και σαν ακροατές. Όχι με την έννοια του σουβενίρ και της στείρας νοσταλγίας, μα με τη λογική του ανεφοδιασμού και του εξοπλισμού για τα επόμενα ταξίδια μας.

Καθόλου δεν μου αρέσει έτσι η πολιτική του Avopolis, η οποία με «υποχρεώνει» να βάλω βαθμό στον δίσκο ετούτο. Και αυτό γιατί πιστεύω ότι το υλικό που περιέχει θα κερδίζει έδαφος και βαθμούς στην εκτίμησή μου, ακρόαση την ακρόαση. Ο Επισκέπτης θα κριθεί αντικειμενικότερα, όταν –και αν ποτέ– δεν θα έχει και τόση σημασία το πότε κυκλοφόρησε και τι, αλλά μόνο το τραγούδι καθεαυτό. Εξάλλου, από τότε που η τεχνολογία επέτρεψε την καταγραφή και αποθήκευση του ήχου, όλα όσα ακούμε δεν είναι του παρόντος, αλλά του πρόσφατου (στην καλύτερη περίπτωση) παρελθόντος. Το έχετε σκεφτεί; Με τους χρόνους που χρειάζεται μια παραγωγή για να ολοκληρωθεί, ειδικά σε ετούτους τους χαλεπούς καιρούς, τα τραγούδια κάθε δισκογραφικής δουλειάς έχουν γραφτεί το λιγότερο έναν χρόνο πριν.

{youtube}yZDY62_xouk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured