Anicca, impermanence, δηλαδή η κατάσταση του μη μόνιμου. Η προσωρινότητα, μας λέει ο Bουδισμός, διέπει τα πάντα: το ανθρώπινο σώμα, την πνευματική μας υπόσταση, ολόκληρο το σύμπαν γύρω μας. Είναι ένα από τα τρία χαρακτηριστικά κάθε είδους ύπαρξης και, όπως γράφει η εγκυκλοπαίδεια Britannica, «η αναγνώριση του γεγονότος […] είναι ένα από τα πρώτα βήματα στον πνευματικό δρόμο ενός βουδιστή προς τη φώτιση». Παρεμπιπτόντως, με τον ίδιο τίτλο είχε κυκλοφορήσει κι ένας δίσκος του Ιάπωνα μετρ του θορύβου Merzbow το 2008, δείγμα του πόσο διαφορετικές ερμηνείες μπορεί να πάρει μία έννοια.
Ο ίδιος πάντως ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος μας λέει ότι εμπνεύστηκε τον δίσκο στα πλαίσια του vipassana, μιας τεχνικής διαλογισμού που μοιάζει με παρατεταμένη άσκηση σιωπής (η συνέντευξή του, εδώ). Ανατολική φιλοσοφία, λοιπόν, εσωτερίκευση, διαλογισμός, ουδόλως τυχαίως και ουτοπία (βλέπε την ονομασία του label των Βαγγέλη Κατσούλη & Θύμιου Παπαδόπουλου), μεταφέρονται σε ένα μουσικό corpus Δυτικής, δυτικότατης καταγωγής. Η πρώτη παγίδα μοιάζει σχετικά προφανής και αφορά είτε την εγωκεντρική και εργαλειακή απορρόφηση της Ανατολικής φιλοσοφίας από τη λαίμαργη Δύση, είτε την αφελή αναγωγή της πρακτικής ενός πολιτισμού στην καθημερινότητα και την υλικότητα ενός άλλου, εντελώς διαφορετικού. Με άλλα λόγια, το new age παραμονεύει –έτοιμο να πυρπολήσει κάθε σοβαρή προσπάθεια με «θετικές ενέργειες» και «συνωμοτούντα σύμπαντα».
Είναι όμως αρκετά οξυδερκής ο Πολυζωγόπουλος για να την πατήσει τόσο εύκολα. Το εμπόδιο βέβαια υφίσταται, καθώς στο Anicca εμπλέκονται κάμποσες «ενέργειες» για να κάνουν έναν ψυχρό ορθολογιστή να κουνήσει μαντήλι –και, πέρα απ’ την πλάκα, αν ο δίσκος λανθάνει κάπου το κάνει σε λίγα, πολύ λίγα σημεία όπου η τάση του να γίνει εσωτερικός γίνεται κομματάκι ψυχαναγκαστική. Επί των πλείστων, πάντως, ο Πολυζωγόπουλος χρησιμοποιεί αυτή τη γενική ιδέα πολύ δημιουργικά, στρέφοντάς την τελικά προς όφελός του. Δεν αντλεί δηλαδή από αυτήν επιφανειακούς τρόπους για να κερδίσει έναν εξωτισμό· παίρνει περισσότερο μια προοπτική, μία οπτική γωνία από την οποία θα (ξανα)κοιτάξει τις μουσικές του καταβολές.
Κάτι τέτοιο στέκει μακριά από την καθαρά χρηστική εκμετάλλευση, στον βαθμό τουλάχιστον που όντως συμβάλλει στην ανανοηματοδότηση της ταυτότητας. Και στο Anicca αυτό συμβαίνει. Φαίνεται δηλαδή πως είναι η στιγμή που ένας καλός τρομπετίστας –στον τρίτο του προσωπικό δίσκο και έπειτα από αρκετά χιλιόμετρα με εγνωσμένης αξίας τραγουδοποιούς (λ.χ. τον Θανάση Παπακωνσταντίνου)– «κατακτάει» έναν ήχο, διαμορφώνει τη δική του φωνή. Και όχι βέβαια ερήμην των αναφορών του, αλλά εξαιτίας τους: από τη μία τείνει προς τον λεπτό λυρισμό του Arve Henriksen, από την άλλη στο μεσογειακό ταμπεραμέντο του Paolo Fresu –αμφότεροι στους σημαντικούς Ευρωπαίους της σημερινής τρομπέτας. Προσθέστε επίσης και ό,τι κουβαλάει από την προηγούμενη δουλειά του, το tribute Heart Of The Sun: Τhe Music of Pink Floyd (Puzzlemusik, 2013), καθώς και μία γενική αισθητική που πολλές φορές έρχεται κοντά σε εκείνη του σαξοφωνίστα Karl Seglem.
Το σημαντικό είναι πως ο Πολυζωγόπουλος δεν προσπαθεί να γίνει ο «Henriksen του Νότου» ή κάτι αντιστοίχως φαιδρό. Αντλεί από τις αναφορές του στοιχεία και ηχοχρώματα· ενσωματώνει περισσότερο απ’ όσο αφομοιώνεται. Εξ ου και το Anicca είναι δίσκος με προσωπικότητα, δίσκος που ξέρει προς τα πού θέλει να πάει, καθώς και τον τρόπο για να φτάσει εκεί.
Με το Anicca, επίσης, ο Πολυζωγόπουλος μας παρουσιάζει και το νέο του κουιντέτο, με τον ίδιο στην τρομπέτα και τα ηλεκτρονικά, τον Κωστή Χριστοδούλου στο ηλεκτρικό πιάνο και τα συνθεσάιζερ, τον Ανδρέα Χουρδάκη στην κιθάρα, τον Αντώνη Μαράτο στο μπάσο και τον Αλέξανδρο-Δράκο Κριστάκη στα τύμπανα. Είναι ένα σχήμα που βρίσκει εξαιρετικές ισορροπίες, που ξέρει να μεταφέρει εντάσεις σε ήπιες δυναμικές και να νοηματοδοτεί περίφημα τις λείες επιφάνειες των συνθέσεων του Πολυζωγόπουλου. Και τούτο όχι καταφεύγοντας σε στρογγυλεμένες γωνίες και –κατά συνέπεια– σ’ έναν πλαδαρό ήχο, μα αναδεικνύοντας καταπραϋντική ρυθμικότητα και διάφανη μελωδικότητα, ικανές να απορροφήσουν αρκετό από το βάρος μιας δύσκολης ημέρας.
Τα παραδείγματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αρκετά –για την ακρίβεια καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου. Το “Vigla” αποδεικνύει ότι τα παραπάνω μπορούν να εκφραστούν και με μια σκερτσόζα ρυθμικότητα, ενώ το καταληκτικό “Point Luis Blanc” δείχνει ότι μπορούν να υπάρξουν και σε πιο χαλαρές δομές. Πιο χαρακτηριστικά πάντως της προσέγγισης που ακολουθείται είναι τα “Anicca”, “Apagio” και “Σε Νοσταλγώ”, ενώ το εναρκτήριο “Barbas” αποτελεί μια εξαιρετική δήλωση της όλης τοποθέτησης, συμπύκνωση ίσως του κλίματος στο οποίο μας εισάγει.
Διαβάζω ότι ο Πολυζωγόπουλος σκοπεύει σύντομα να μετακομίσει στη Γαλλία και να κυνηγήσει από εκεί τις φιλοδοξίες του. Με έναν τέτοιο δίσκο στις αποσκευές του, νομίζω πως έχει καλές πιθανότητες.
{youtube}WtcXn1YIVtU{/youtube}